Gomorra
(Gomorra, Σκην Matteo Garrone, 2008)
Η ταινία του Garrone επιχειρεί μια ενδοσκόπηση στον μικρόκοσμο της νεαπολιτάνικης μαφίας, της Καμόρα (η οποία, όπως και η Μαφία στους τρεις Νονούς, ουδέποτε κατονομάζεται). Η προσέγγιση του θέματος γίνεται ακολουθώντας το μοντέλο του Traffic , μέσα από παράλληλα αναπτυσσόμενες ιστορίες όπου το πολυδιάστατο θέμα εξετάζεται από διαφορετικές πλευρές. Όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται στα πέριξ της Νάπολι με εστία ένα υποβαθμισμένο προάστιο πέραν από οποιαδήποτε υποψία ευνομούμενης πολιτείας.
Στην πρώτη ιστορία παρακολουθούμε την αναπόφευκτη μύηση ενός μικρού αγοριού στις μεθόδους και πρακτικές των συμμοριών της περιοχής και την συνεπακόλουθη ένταξη του σε μια από αυτές. Ελλείψει παιδείας και ενναλακτικών κοινωνικών προτύπων, μια τέτοια επιλογή φαντάζει αναπόφευκτη. To πολιτισμικό και οικονομικό αδιέξοδο της νέας γενιάς συμπληρώνεται από την ιστορία δύο ψυχοπαθών εφήβων που, έχοντας ως πρότυπο γκροτέσκες υποκόσμιες φιγούρες της μυθολογίας του σινεμά, θέλουν να παραμείνουν ανένταχτοι με απώτερο στόχο την εγκαθίδρυση της δικής τους αυτοκρατορίας. Η αδυναμία τους να αντιληφθούν το μέγεθος των δυνατοτήτων των αντιπάλων τους, όπως και η απουσία οποιουδήποτε οργανωμένου σχεδίου εκ μέρους τους, καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται περί εκκολαπτόμενων μαφιόζων παρά περί διαταραγμένων εφήβων, με τα καλάσνικοφ να αποτελούν την λογική επέκταση των video games στην κοινωνική σφαίρα, λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως διοδος εκτόνωσης των ερωτικών ενστίκτων (η σκηνή με τα μαγιό στην παραλία είναι χαρακτηριστική).
Μεταξύ των συμμοριών κινείται και η τρίτη ιστορία που επικεντρώνεται σε έναν μεσήλικα "διανομέα", ο οποίος εκ μέρους της συμμορίας του αναλαμβάνει να μοιράζει μηνιαία ένα μικρό επίδομα σε όσες οικογένειες έχουν κάποιο μέλος τους στην φυλακή, εξαγοράζοντας τρόπον τινά τη σιωπή τους και εδραιώνοντας την κοινωνική επιρροή της μαφίας. Οι όροι του παιχνιδιού όμως έχουν αρχίσει να μεταβάλλονται και ο σεβασμός στο πρόσωπό του έχει εξανεμιστεί, σε αντιστοιχία με την ισχύ της συμμοριάς του. Η ανάγκη για επίβιωση θα τον οδηγήσει στην προδοσία. Το αναμενόμενο ηθικό κενό με τον επιβιωτισμό να έχει αναχθεί σε μοναδική αξία αναδεικύεται αρκετά άμεσα.
Οι δύο άλλες ιστορίες ξεφεύγουν λιγάκι από τον περιοριστικό μικρόκοσμο του προαστίου και επικεντρώνονται στις συνέπειες των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Καμόρα στη ζωή απλών ανθρώπων. Ο προικισμένος ράφτης που σχεδιάζει ενδύματα υψηλής ραπτικής για μια φίρμα ελεγχόμενη από την καμόρα βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση όταν επιχειρήσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ανερχόμενο ανταγωνισμό των Kινέζων. Σε αναλογη δύσκολη θέση θα βρεθεί και ο σπουδασμένος νέος της πέμπτης ιστορίας όταν διαπιστώνει το καταστρεπτικό εύρος των δραστηριοτήτων του μαφιόζου εργοδότη του που δραστηριοποιείται στην παράνομη ταφή τοξικών αποβλήτων (η ρίζα του πρόσφατου προβλήματος της αποκομιδής των σκουπιδιών της Νάπολι εμφανώς βρίσκεται εδώ). Η Καμόρα επεκτείνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ιταλικής κοινωνίας και ουσιαστικά ουδείς μένει ανέπαφος.
Ο Garrone διαπλέκει τις ιστορίες του με εξαιρετική αμεσότητα, βρίσκοντας την ουσία της νεορεαλιστικής παράδοσης, χωρίς όμως να αρνείται το σκηνοθετικό στυλιζάρισμα, το οποίο όμως είναι πάντα στην υπηρεσία του θέματος και ουδέποτε όχημα εκζήτησης. Η γραφή του ειναι δυναμική, η αφήγηση αψεγάδιαστη, οι ερμηνείες άψογες. Δεδομένου ότι δεν τον απασχολεί η ατομική ψυχολογία παρά η ανάδειξη των πτυχών του προβλήματος (σε αντίθεση με τον Scorsese για παράδειγμα), θα περίμενε κανείς η ματιά του να μην είναι τόσο δέσμια μιας μικροκοσμικής θεώρησης και να επεκτείνεται και στην πολιτική συνιστώσα του προβλήματος. Ουδεμία αναφορά γίνεται στη διασύνδεση των πολιτικών παραγόντων με το οργανωμένο έγκλημα, ούτε στο αν γίνεται κάποια προσπάθεια καταπολέμησης του (καμιά αφήνεται να εννοηθεί). Η μερική περιγραφική περιπτωσιολογία , όμως, δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι πολιτικής ανάλυσης και ως εκ τούτου η ταινία του Garrone, παρά τις εξαιρετικές της αισθητικές αρετές, δεν φθάνει στο ύψος των ταινιών του Fransesco Rosi (Mani sulla citta , το οποίο επίσης διαδραματίζεται στην Νάπολι), αλλά ούτε και του σχετικά προσφάτου Traffic (η ευρεία απήχηση δεν αποτελεί απαραίτητητα και αντικριτήριο καλλιτεχνικής αρτιότητας), το οποίο, αν και με πιο συμβατικές μεθόδους, αντιμετώπιζε ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα από την σκοπιά όλων των εμπλεκομένων φορέων. Παραμένει ωστόσο, ακόμη και σε καθαρά περιγραφικό επίπεδο, μια αξιομνημόνευτη και αρκετά τολμηρή ταινία, αναμφίβολα ένα δείγμα αναγέννησης του ιταλικού σινεμά.