Αμερικανικό σινεμά - Η γενιά του 90- Μέρος IV
Η καλοκαιρινή ραστώνη καθυστέρησε την ενασχόλησή μας με τους αξιότιμους:
Darren Aronofsky (b. 1969)
O Aronofsky ξεκίνησε με μια τυπική ταινία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, το Pi. Πρωτότυπη ιδέα, στυλιστική εκζήτηση με πληθώρα επιρροών, όσο και μια αμηχανία στην συγκρότηση μιας αφήγησης πέρα από τα στεγανά μιας μικρού μήκους ταινίας.
Η επόμενη του ταινία, το Requiem for a Dream, αποδείχθηκε σαφώς πιο συγκροτημένη και ολοκληρωμένη. Ο Aronosky δίνει με δύναμη και στυλιστική ευρηματικότητα το πορτρέτο μιας ετερογενούς ομάδας ατόμων εγκλωβισμένων στις παραφυάδες του καπιταλιστικού καταναλωτισμού. Η καταγραφή ενός ημιτελούς θανάτου, αυτού του περιώνυμου «αμερικάνικου ονείρου» γίνεται με μια ασυμβίβαστη ειλικρίνεια και άνευ ευφρόσυνων διεξόδων. Οι εξαιρετικές ερμηνείες και η αμιγώς κινηματογραφική εκφραστικότητα της ταινίας πιστοποιούν το ταλέντο του δημιουργού της.
Αρκετά συγγενική θεματικά είναι η μεθεπόμενη ταινία του, το Wrestler. Εδώ η γραφή είναι πιο ντοκυμαντερίστικη, περιοριζόμενη σε μια ατομική περίπτωση εγκλωβισμού στον μικρόκοσμο του απατηλού θεάματος. Η αλλοτριωτική φύση του παρακμιακού κόσμου του θεάματος έχει υποκαταστήσει την όποια υποψία αληθινής ζωής για τον κεντρικό ήρωα, του οποίου η παράδοση είναι ολοκληρωτική και μη αντιστρέψιμη. Μια ακόμη κατάμαυρη μικρογραφία μιας παραιτημένης ύπαρξης, σκηνοθετημένης με δύναμη, που ενίοτε υποκύπτει σε προβλέψιμα και περιορισμένης κριτικής εμβέλειας σεναριακά σχήματα.
Εντελώς διαφορετικό με τις υπόλοιπες ταινίες του, είναι το πιο παραγνωρισμένο έργο του, το Fountain. Μια άκρως ευρηματική προσέγγιση του αινίγματος του θανάτου δοσμένο με μια σπάνιας ευαισθησίας επικολυρική γραφή. Μια άκρως ρομαντική ιστορία στην εποχή του κυνικού πραγματισμού, το Fountain χτυπήθηκε και υποτιμήθηκε όσο λίγες ταινίες αυτή τη δεκαετία, ωθώντας τον σκηνοθέτη σε λιγότερο παράτολμα σχέδια.
Ο Aronofsky είναι αναμφίβολα από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του. Προσωπική κινηματογραφική ματιά, κριτική γραφή, εξαιρετικός καθοδηγητής ηθοποιών, σίγουρα είναι σε θέση να δώσει πολλές αξιομνημόνευτες δημιουργίες στο μέλλον.
Christopher Nolan (b. 1970)
Ο Nolan από την πρώτη του ήδη ταινία, το Following, θεμελίωσε τη βασική παράμετρο της προβληματικής του. Το σινεμά του είναι αυτό των εμμονοληπτικών ηρώων που δρουν σε ένα δικό τους, συχνά παράλληλο, κόσμο και η όποια αλληλεπίδραση με την έξωθεν πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να έχει συγκρουσιακό χαρακτήρα. Αν και γυρισμένο με ελάχιστα μέσα, το Following είναι απολύτως ολοκληρωμένο σκηνοθετικά και σεναριακά με τις λεγόμενες «ανατροπές» να είναι ενταγμένες οργανικά στην αφήγηση και να μην αποτελούν εξυπνακίστικο τρικ.
Το Memento που ακολούθησε επιβεβαίωσε την προσωπική ματιά του σκηνοθέτη. Ο Nolan με αφετηρία μια έξοχη σεναριακή ιδέα, εκείνη της απώλειας μακράς μνήμης του κεντρικού χαρακτήρα, διευρευνά τη συσχέτιση μνήμης και ηθικής συνείδησης. Ο ήρωας σταδιακά απογυμνώνεται και αναδεικνύεται ως πρότυπου κοινωνικοπαθούς ατόμου, ένας σύγχρονος serial killer. Με γραφή που εναρμονίζεται με την νοητική κατάσταση του ήρωα, ο Nolan έδωσε ένα ατόφιο νεο-νουάρ, μια από τις πιο πρωτότυπες ταινίες των τελευταίων ετών.
Η επιτυχία του Memento του άνοιξε τις πόρτες του Χόλυγουντ, όπου το πρώτο του βήμα ήταν προσεκτικό. Remake μιας νορβηγικής ταινίας, το Insomnia ξεπερνάει τον μηχανιστικό κυνισμό του πρωτότυπου προτάσσοντας έναν στιβαρό ηθικό πυρήνα. Εδώ οι πράξεις έχουν συνέπειες και ηθικό κόστος. Παρόλες τις ουσιώδεις παρεμβάσεις του Nolan στο σενάριο, η ταινία δεν διαθέτει την ένταση και την πρωτοτυπία των προηγουμένων του ταινιών, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να συγκρίνεται με τα αστυνομικά εργάκια της σειράς (αρκετά με τον ίδιο παρηκμασμένο πρωταγωνιστή) που ξεβράζει τακτικά ο χολυγουντιανός μηχανισμός.
Το επόμενο βήμα ήταν σαφώς πιο φιλόδοξο και πιο ριψοκίνδυνο. Η ολική επαναφορά ενός γνήσιου κινηματογραφικού ήρωα μετά το ολικό αδιέξοδο που τον είχαν φέρει τα θαυματουργά χέρια του Joel Schumacher. O Nolan αποτάσσει την κληρονομιά του Burton, δίνοντας προτεραιότητα στην ιστορία έναντι της κόμικ ατμόσφαιρας. Για πρώτη φορά το ψυχολογικό προφίλ του Batman χτίζεται με πληρότητα, δίνοντας έμφαση στον φόβο που τον καθοδηγεί. Παράλληλα, σε πλήρη αντίθεση με τις ατμοσφαιρικές αλλά καχεκτικές σεναριακά ταινίες του Burton, έχει δοθεί μεγάλη προσοχή στο χτίσιμο της ιστορίας ώστε οι «κακοί» να υπερβαίνουν τις συνήθεις τραγελαφικές καρτουνίστικες διαστάσεις και να αποτελούν πιθανές εκδοχές της προσωπικότητας του ήρωα. Η πλοκή εμπνεύεται δημιουργικά από την τεράστια μυθολογία που προϋπάρχει, η ατμόσφαιρα είναι εσκεμμένα περισσότερο σύγχρονη παρά γοτθική και οι πρωταγωνιστές εξαιρετικοί.
Το Dark Κnight που ακολούθησε αποτελεί ουσιαστικά πλατφόρμα για την εισαγωγή περισσότερων χαρακτήρων της μυθολογίας Batman με προεξέχοντα τον αξεπέραστο Joker. O Batman, έχοντας ολοκληρωθεί ως χαρακτήρας από την πρώτη ταινία, περνάει σε δεύτερη μοίρα, ενώ ο Nolan επιχειρεί μια επίδειξη κινηματογραφικής δεξιοτεχνίας κρατώντας ακατάπαυστη την δράση επί 150 περίπου λεπτά, χωρίς να παραλείπει να εγείρει καίρια ερωτήματα για τη διαφορά μεταξύ χάους και ανομίας, την ανάγκη κατασκευής μύθων κ.α. Η ταινία βρίθει από ιδέες, χωρίς να καταφέρνει να τις αναπτύξει εξίσου επαρκώς όλες, κάτι ενδεχομένως αδύνατο σε μια τόσο ακριβή παραγωγή. Μερικές σεναριακές λύσεις φαντάζουν επιπόλαιες και βεβιασμένες (ο Batman σώνει και καλά επωμίζεται τα εγκλήματα του Two Face για να μην κηλιδωθεί η φήμη του τελευταίου ενώ θα μπορούσαν κάλλιστα να φορτωθούν στον συλληφθέντα joker), χωρίς ωστόσο να καθηλώνουν την δυναμική της ταινίας που αποτελεί μιας από τις καλύτερες υπερπαραγωγές του χόλυγουντ της τελευταίας δεκαετίας. Το κλείσιμο της τριλογίας προμηνύεται ακόμη πιο συναρπαστικό παρόλη την σημαντικότατη απώλεια του Joker.
Άφησα για το τέλος το Prestige, την ταινία που γυρίστηκε ανάμεσα στα δύο Batman. Στο Prestige ο Nolan αρθρώνει ένα μεστότατο σχόλιο πάνω στην εμμονοληπτική φύση της δημιουργίας και στις συνέπειές της. Ο σκηνοθέτης συναγωνίζεται τις ταχυδακτυλουργίες των ηρώων παρασύροντας διαρκώς τον θεατή σε μια εσφαλμένη ανάγνωση των δρωμένων. Η πραγματικότητα, σαν ένα κινέζικο κουτί, πάντα διαφεύγει της ολικής επίγνωσης εξαιτίας των αφανών διαστάσεων της. Η εμμονή των ηρώων με τον πλήρη έλεγχό της και την αποκωδικοποίησή της θα τους οδηγήσει τελικά στην αποκοπή τους από αυτή. Ευφυέστατα δομημένο, υποδειγματικά ερμηνευμένο, το Prestige αποτελεί ένα ακέραιο κινηματογραφικό διαμάντι.
Ο Nolan είναι σίγουρα από τους μείζονες σκηνοθέτες της γενιάς του. Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι καταφέρνει να διαπερνά βασικές παραμέτρους της προβληματικής του σε δολαριοβόρες παραγωγές όπου ο σκηνοθέτης υποβιβάζεται συνήθως σε έναν απλό εκτελεστή. Από αυτή την άποψη είναι εγγύτερα στους «κρυφούς» auteur του κλασσικού αμερικανικού κινηματογράφου από τους λοιπούς σκηνοθέτες της γενιάς του, χωρίς όμως να παραλείπει και πιο προσωπικές εξορμήσεις με ταινίες σαν το Prestige. H μετέπειτα πορεία του αναμένεται με υψηλές προσδοκίες.
(to be continued...)