The Wrestler
(The Wrestler , Σκην Darren Aronofsky, 2008)
Ο παλαιστής του τίτλου, αν και έχει προ πολλού διέλθει τον κολοφώνα της καριέρας του, εξακολουθεί να παραμένει ενεργός φθάνοντας στα βιολογικά του όρια. Η παλαίστρα αποτελεί για αυτόν το μοναδικό μέρος όπου μπορεί να συνδιαμορφώσει τους κανόνες του παιχνιδιού και να βρει μια κάποια αναγνώριση. Εκτός αυτής είναι εγκλωβισμένος στην καθημερινή καταπίεση ενός μονότονου και υπαρξιακά ανέξοδου βίου. Αδυνατεί να συνάψει ή να διατηρήσει σχέσεις πέρα από αυτές που υπάγονται στα πλαίσιο των αναγνωρισμένων υπηρεσιών του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος. Άφιλος, με μια κόρη που δεν θέλει να το βλέπει, βιώνει καθημερινώς την αναπόδραστη βιολογική φθορά του χρόνου.
Ο Aronofsky με λιτή γραφή καταγράφει με αμεσότητα τον καθημερινό μικρόκοσμο του ήρωα. Συνεπικουρούμενος από την σπαραχτικής ειλικρίνειας κεντρική ερμηνεία του Mickey Rourke, καταφέρνει να αποτυπώσει τον πλήρη εγκλωβισμό του σε μια διαδικασία φθοράς και καταρράκωσης. Οι πιο δυνατές στιγμές της ταινίας είναι παραδόξως αυτές εκτός του ριγκ, όπου ο ήρωας προσπαθεί να λειτουργήσει σαν συνηθισμένος εργάτης δουλεύοντας σε ένα super market. Η αδυναμία εναλλακτικών λύσεων και επιλογών σε μια κοινωνία όπου η εφήμερη δόξα αποτελεί αυτοσκοπό αλλά και αυτοπαγίδευση ωθεί τον ήρωα σε μια σισύφεια πάλη αυτοεκτίμησης και αναγνώρισης. Δεν έχουν τόσο σημασία τα αίτια της πτώσης, η οποία θα ερχόταν έτσι και αλλιώς δεδομένης της κλειστής αποδοχής του <<αθλήματος>> και της αναπόφευκτης σωματικής φθοράς, άλλα το ανέφικτο της διαφυγής.
Ο περιγραφικός εμπειρισμός της γραφής του σκηνοθέτη αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της δύναμης της ταινίας, όσο και την βασική αδυναμία της. Ελλείψει κάποιας γενικότερης κοινωνικοπολιτικής ανάγνωσης και αναφοράς (που προαπαιτεί ανάγνωση και αποσαφήνιση των αιτίων και κοινωνικών μηχανισμών της πτώσης και όχι αοριστολογίες περί καταχρήσεων των celebrity), η πλοκή σταδιακά υποτάσσεται στους μηχανισμούς ενός σεναρίου που δεν αποφεύγει τα κλισέ και την προβλεψιμότητα. Οι σκηνές αποτυχημένης συμφιλίωσης με την αποξενωμένη του κόρη, όπως και η επιστροφή του στην παλάιστρα, αν και σκηνοθετημένες με την χαρακτηριστική δύναμη της ταινίας, δεν παύουν να υποτάσσονται σε ένα πολυχρησιμοποιημένο σχήμα εξιλέωσης που χαρακτηρίζει συμβατικότερες ταινίες. Κατ' ουσία, ο Παλαιστής αποτελεί ένα αφιλόδοξο b-movie, ένα διάλειμμα του Aronofsky από τις προσωπικές του αναζητήσεις προκειμένου να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να καριέρα του δίχως να αντιμετώπισει ανάλογα αδιέξοδα με αυτά του πρωταγωνιστή του. Πεισματικά επικεντρωμένη στον μικρόκοσμο του ήρωα και αποφεύγοντας τις ηθικές ή μεταφυσικές διερευνήσεις, η ταινία του Aronofsky επανασυνθέτει με δύναμη τα κεκτημένα.