To κατασκοπευτικό θρίλλερ ως κινηματογραφικό είδος περνάει κρίση ταυτότητας τα τελευταία χρόνια έχοντας αφήσει προ πολλού πίσω του τις ένδοξες μέρες των The Spy Who Came In From the Cold , Τhe Parallax View , The Ipcress File , και ορισμένων άλλων ταινιών που συνδύαζαν μια περίτεχνα δομημένη ιντριγκα, ενίοτε ήταν αδύνατη η διαλεύκανσή της με μια μόνο θέαση, με ψυχολογική εμβάθυνση των χαρακτήρων και με ένα έμμεσο πολιτικό σχόλιο για τις πρακτικές των κέντρων εξουσίας. Τέτοια στοιχεία απουσιάζουν είτε εξολοκλήρου από τις πρόσφατες καταχωρήσεις του είδους, είτε έχουν αμβλυνθεί σε τέτοιο βαθμό που καθιστούν το τελικό αποτέλεσμα αφελές, σχηματικό και ανούσιο. Δύο πρόσφατες ταινίες του είδους, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, δυστυχώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα (λαμπρή πρόσφατη εξαίρεση του οποίου αποτελεί το έξοχο Τhe Good Shepherd ).
(Body of Lies , Σκην Ridley Scott, 2008)
Εκεί που δυνητικά θα μπορούσε να προκύψει μια πολύ καίρια ταινία με θέμα τη τρέχουσα δράση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στη Μέση Ανατολή, τα αδιέξοδα της πολιτικής τους και το άλυτο ζήτημα της τρομοκρατίας που δεν προέρχεται μόνο ως αντίδραση στην εκμετάλλευση των δυτικών όπως ορισμένοι αφελείς μανιχαϊστές θέλουν να πιστεύουν, έχουμε μια ολοκληρωτική αποτυχία. Υπάρχουν ψήγματα τέτοιων ζητημάτων στο σενάριο, χωρίς ωστόσο να αναπτύσσονται διεξοδικά και συστηματικά. Ο ιστός είναι ανύπαρκτος, η δόμηση επεισοδιακή, τα κλισέ άφθονα (με αποκορύφωμα τη γελοία σκηνή της διάσωσης του Di Caprio και το σκεπτικό που τον οδήγησε σε αυτή την κατάσταση), η πλοκή αναληθοφανής και υπερβολική και όλα αυτά επιδεινώνονται υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του παραγωγικότατου μεν, ανισότατου δε Ridley Scott.
Με αφορμή την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη, το American Gangster , είχα αναφέρει ότι δεν υπήρχε πλάνο με διάρκεια μεγαλύτερη των 30 δευτερολέπτων. Προφανώς κάποιος το διαμήνυσε αυτό στον Scott καθώς εδώ βάλθηκε να αφήσει ένα νέο προσωπικό ρεκόρ κατεβάζοντας τον πήχυ στα 15 δεύτερα, ίσως και λιγότερο αν και δεν προτίθεμαι να το επαληθεύσω. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ κλιμακώσεων και χτισίματος στην αφήγηση, όλα ρέουν σε presto τέμπο λες και ο Scott καταδιώκεται από τους ταλιμπάν και τον Bin Laden. Χωρίς σκηνοθετική παράτηρηση, υπομονή, κινηματογράφιση βλεμμάτων είναι αδύνατο να σταθεί ταινία κατασκοπίας. Χαρακτήρες εμφανίζονται και εξαφανίζονται χωρίς κάποιο αντίκτυπο, οι ηθοποιοί προσπαθούν όσο μπορούν στα ελάχιστα περιθώρια που τους διατέθηκαν αλλά τελικά δεν καταφέρνουν να διασωθούν από το video game σκηνικό που έχει στήσει ο σκηνοθέτης που καταφέρνει να δώσει μια ταινία που δεν ικανοποιεί σε καμία περίπτωση τόσο όσους είχαν κάποιες αξιώσεις λόγω θέματος και cast, όσο και εκείνους που απλά ενδιαφέρονταν για ένα action movie στα χνάρια του Bourne. Σοβαρή υποψηφιότητα για την χειρότερη ταινία στην καριέρα του Ridley Scott (αν και ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος).
(Τhe International , Σκην Tom Tykwer, 2009)
Eξίσου επίκαιρο το θέμα με αυτό της ταινίας του Scott, αυτή τη φορά το επίκεντρο είναι τα απότοκα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού (ή corporatism) και δη μια πολυεθνική τράπεζα, οι δραστηριότητες της οποίας έχουν ξεφύγει ακόμη και από ελαστικά πλαίσια της κείμενης νομοθεσίας που ανεμπόδιστα επιτρέπει τη διόγκωση του παρασιτικού τους ρόλου. Ως εκ τούτου ένας πράκτορας της Ιντερπόλ αρχίζει να διερευνά μυστηριώδη «ατυχήματα» προσώπων, που ήταν στα πρόθυρα να δώσουν στη δημοσιότητα ενοχοποιητικά στοιχεία για πολλές ενέργειες αυτού του οικονομικού κολοσσού, για να αντιληφθεί σύντομα ότι ο ρόλος του είναι καθαρά τυπικός και ο ίδιος εντελώς ανίσχυρος απέναντι σε ένα σύστημα που προκρίνει τα οικονομικά αντί τα ανθρώπινα μεγέθη.
Η ταινία σε κάποιο βαθμό αποτυπώνει την αδυναμία του μοναχικού ατόμου (και επέκταση της ηθικής) έναντι σε ένα αμοραλιστικό μηχανισμό που τον υπερβαίνει. Οι θεσμοί είτε είναι ανίσχυροι, είτε είναι αρωγοί της διαφθοράς και μόνη λύση φαντάζει η μεμονωμένη ατομική δράση που φυσικά έχει συνέπεια μόνο σε μικροσκοπική κλίμακα, δηλαδή σε επίπεδο προσώπων και όχι μηχανισμού που παραμένει αρραγής και πανίσχυρος . Από αυτήν την άποψη η ταινία κάθε άλλο παρά αφελής μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ωστόσο η επιτυχία είναι μόνο μερική (αλλιώς: η αποτυχία δεν είναι ολική). Πρώτο πρόβλημα είναι ότι η συγκεκριμενοποίηση των πρακτικών της τράπεζας ωθεί την ίντριγκα σε υπερβολές που υπονομεύουν την αληθοφάνεια της σωστής καταγγελίας (εκεί που το Parallax View, για παράδειγμα, όντας πιο αφηρημένο ήταν ταυτόχρονα πολύ πιο πειστικό και εφιαλτικό). Δεύτερη αδυναμία είναι αρκετές πρόχειρες λύσεις σε επίπεδο πλοκής όπως το να πετυχαίνουν οι ήρωες έναν από τους κακούς εντελώς τυχαία σε ένα δρόμο της Νέα Υόρκης (!), βγάζοντας την δράση από το τέλμα. Τρίτη αδυναμία είναι ο διακοσμητικός ρόλος πολλών χαρακτήρων και κυρίως της Naomi Watts που, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί ταινίας χαρακτήρων, ο μόνος ρόλος τους στην ιστορία είναι αυτός της ενημέρωσης του θεατή για το παρασκήνιο των δρώμενων.
Ο Tykwer σίγουρα δεν αποτελεί την πιο προφανή επιλογή σκηνοθέτη για τέτοιου είδους ταινία. Ωστόσο όντας ικανός στυλίστας με ισχυρή εικονοπλαστική αντίληψη, καταφέρνει να δώσει ένα κομψό οπτικό στυλ στην ταινία δίνοντας έμφαση στην αρχιτεκτονική των χώρων. Αν και δεν καταφέρνει να δημιουργήσει μια αίσθηση απειλής και υποβολής, δίνει μια έξοχα ντεκουπαρισμένη σκηνή δεκάλεπτης συμπλοκής που, αν και λαμβάνει χώρα στη μέση, αποτελεί και το αποκορύφωμα της ταινίας. Κάπου, όμως, οι παραγωγοί διχάστηκαν μεταξύ μια σκοτεινής δημιουργίας τύπου The Parallax View και ενός κοσμοπολίτικου James Bond (έστω και στην πρόσφατη του εκδοχή) με το τελικό αποτέλεσμα να είναι άνισο, αν και σαφώς πιο ενδιαφέρον από το κάπως παρεμφερές The Interpreter .