Αμερικανικό Σινεμά -Η γενιά του 90 -Μέρος ΙΙΙ
Συνεχίζουμε μετά από αυτή την εκτεταμένη παύση το οδοιπορικό στη γενιά του 90 του αμερικάνικου σινεμά με τους φίλτατους:
Todd Solondz (b. 1959)
Απόλυτα ενταγμένος στον ανεξάρτητο κινηματογράφο, ο Solondz πρωτοεμφανίστηκε με μια αιχμηρή σάτιρα της suburbia, το Welcome to the Dollhouse. Σε πλήρη αντίθεση με τις συνήθεις ταινίες έχουσες ως κεντρικούς χαρακτήρες μαθητές, ο Solondz αποφεύγει να καταστήσει την ηρωίδα του συμπαθή ή έστω χαρισματική μετερχόμενος τετριμμένων δραματουργικών μέσων. Οι ήρωές του είναι συνηθισμένοι και αληθινοί, παράγωγα όσο και θύματα ενός υποκριτικού κοινωνικού περιγύρου εκ του οποίου οποιαδήποτε μορφή διαφυγής κάθε άλλο παρά εύκολη είναι.
Ο Solondz θα κλιμακώσει την σάτιρα της κοινωνικής υποκρισίας γινόμενος πιο οξύς με την πιο γνωστή του ταινία, το Happiness. Μέσα από μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης δίνει μια κατάμαυρη ανατομία των σκοτεινών και ανομολόγητων αποχρώσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μολονότι ουσιαστικά όλες οι καταστάσεις απορρέουν του αξιώματος «Καθένας είναι δεσμώτης των ταπεινοτέρων ενστίκτων του δοθείσης της κατάλληλης ευκαιρίας», η κλινική γραφή είναι ευρηματική και διαπεραστική, με υπόγεια ειρωνεία και με μια σύνθετη αξιοποίηση των εκφραστικών του μέσων, πρωτίστως δε των εξαιρετικών ηθοποιών.
Η κριτική και εμπορική επιτυχία του Happiness ώθησε τον Solondz σε κάτι πιο πειραματικό, δίχως να ξεστρατίζει από τη βασική του θεματική. Το Storytelling αποτελείται απο δύο διαφορετικής διάρκειας και ανεξάρτητα μεταξύ τους μέρη. Στο πρώτο ο Solondz επιτίθεται κατά μέτωπο στην πολιτική ορθότητα, μία εκ των συνιστωσών της αστικής υποκρισίας, η οποία θα ξεδιπλωθεί στο στο δεύτερο μέρος με το γνώριμο ασυμβίβαστο κλινικό τρόπο του σκηνοθέτη. Η διαλεκτική σχέση των δύο μερών είναι επιτυχής, οι ερμηνείες εξαιρετικές, όπως απολαυστική είναι η παρωδική ετεροαναφορά του Solondz στο American Beauty του Sam Mendes.
Παρά την εμπορική αποτυχία της ταινίας, ο Solondz συνέχισε τους πειραματισμούς του με το Palindromes. Εδώ η ηρωίδα ερμηνεύεται σε κάθε ενότητα από ηθοποιούς διαφορετικής ηλικίας και χαρακτηριστικών. Πάλι αναδεικνύεται η υποκρισία, η στενομυαλιά της πολιτικής ορθότητας, ο θρησκευτικός φανατισμός, ωστόσο εδώ οι καταστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένες, οι ερμηνείες άνισες και η αφήγηση αποσπασματική. Η εμπορική και κριτική αποτυχία της ταινίας συνέβαλε στην περαιτέρω περιθωριοποίηση του Solondz, ο οποίος έχει αρκετά χρόνια να ξανακάνει ταινία. Ελπίζουμε η σιωπή να λυθεί σύντομα (το σταθερά αναξιόπιστο αναφορικά με τα προσεχή σχέδια imdb τον δείχνει να έχει κάτι έτοιμο), καθώς η ειλικρινής και η άτεγκτη ματιά του είναι στοιχεία που σπανίζουν στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά.
Sam Mendes (b. 1965)
Ο Mendes χρίστηκε δαφνοστεφής από την πρώτη κιόλας του ταινία, το American Beauty. Ενδιάφερουσα μαύρη σάτιρα της suburbia που δρασκελίζει παρόμοια κατώφλια με το Happiness του Todd Solondz, δίχως όμως την ακλόνητα ασυμβίβαστη ματιά του τελευταίου που καθιστούσε το Happiness ακατάλληλο για την οικογένεια, κάτι που το βραβευμένο με όσκαρ American Beauty δεν μπορεί και δεν θέλει να'ναι. Η ταινία όμως έχει αρετές σε επίπεδο ερμηνειών, όσο και μερικές πινελιές στη γραφή της που υποδεικνύουν ότι ο Mendes δεν αδιαφορεί για τις εκφραστικές δυνατότητες της κινηματογραφικής φόρμας.
Η επόμενή του ταινία, The Road to Perdition, φιλοδοξεί να σταθεί πρωτίστως φορμαλιστικά βασιζόμενο σε αρχετυπικά σεναριακά μοτίβα όπως η αναπόφευκτη σύγκρουση πατέρα-γιου (έστω και θετού), η διαδοχή των γενεών, η προδοσία και η αναπόφευκτη εκδίκηση. Η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι άριστη, όμως ο Mendes δεν δίνει ουδεμία δραματουργική βαρύτητα στις σχέσεις των χαρακτήρων πέρα των προκαθορισμένων ορίων των σχημάτων στα οποία αυτοί ανήκουν με αποτέλεσμα το δράμα να είναι καχεκτικό και η έκβαση της ιστορίας εν τέλει αδιάφορη. Παρόλα αυτά η ταινία έχει τους θαυμαστές της.
Με το Jarhead ο Mendes έκανε μια άτυπη στροφή προς ένα περισσότερο μινιμαλιστικό τρόπο γραφής. Λιγότερη έμφαση στα ντεκόρ, περισσότερη στις ερμηνείες. Η ταινία είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα, όμως, για μια ακόμη φορά, το θέμα της αυτό των αφελών νεοσύλλεκτων που προσγειώνονται ανώμαλα από την μιλιταριστική λογική έχει αναπτυχθεί με μεγαλύτερη πληρότητα σε άλλες καλύτερες ταινίες (Full Metal Jacket).
Το επόμενο του βήμα είναι πιο προσωπικό και περισσότερο ριψοκίνδυνο. Μια ανατομία μιας γενιάς που δεν μπόρεσε, ή δεν προσπάθησε αρκετά, να κυνηγήσει τα όνειρα της προτιμώντας να παραδοθεί στη φενάκη του διάχυτου καταναλωτισμού. Η γενιά των συμβιβασμένων και βαθύτατα αντιδραστικών 50s της αμερικής του Μακάρθυ και του Νίξον που σύντομα θα παραχωρήσει τη θέση της στην γενιά της αμφισβήτησης. Ο Mendes έχοντας αυτή τη φορά εξαιρετικό σεναριακό υλικό στα χέρια του αποφεύγει τις στυλιστικές εκζητήσεις εστιάζοντας στα πρόσωπα και στο προσωπικό τους δράμα. Για τον ένα πόλο του ζεύγους ο συμβιβασμός τελικά αποτελεί διέξοδο, έστω και ενσυνείδητα πρόσκαιρο και απατηλό, για το άλλο ανυπέρβλητο αδιέξοδο. Όσο και αν οι ερμηνευτικές αφετηρίες του πρωταγωνιστικού ζεύγους είναι διαφορετικές, αμφότεροι καταφέρνουν να πλάσσουν αυθεντικούς χαρακτήρες που καθιστούν άμεσο και καίριο το προσωπικό τους δράμα. Το Revolutionary Road αποτελεί την καλύτερη ταινία του Mendes και θα ήταν ακόμη καλύτερη αν έλειπαν ορισμένες δραματουργικές συμβάσεις του κακώς νοούμενου οσκαρικού κινηματογράφου (κατάχρηση μουσικού θέματος για πρόκληση συναισθήματος, επαναληπτικότητα σε ορισμένα σημεία).
Δυστυχώς δεν έχω δει την τελευταία ταινία του Mendes, το Αway we Go, για να εκφέρω τεκμηριωμένη γνώμη. Ανεξάρτητα πάντως από την ποιότητα της εν λόγω ταινίας, το σίγουρο είναι ότι ο Mendes είναι ένας σκηνοθέτης που παίρνει ρίσκα για τα δεδομένα του χολυγουντιανού μοντέλου εις το οποίο κινείται (ο ίδιος είναι Άγγλος στην καταγωγή) και, αν μη τι άλλο, οι ταινίες του έχουν το στοιχείο της έκπληξης. Δεν πρόκειται για το σκηνοθέτη της τυποποιημένης οσκαρικής παραγωγής, ούτε βέβαια και για τον ρηξικέλευθο ανανεωτή του κλασσικού αφηγηματικού σινεμά.
(η επόμενη ανάρτηση θα ακολουθήσει λίαν συντόμως)