Αμερικανικό Σινεμά -Η γενιά του 90 -Μέρος ΙΙΙ
Συνεχίζουμε μετά από αυτή την εκτεταμένη παύση το οδοιπορικό στη γενιά του 90 του αμερικάνικου σινεμά με τους φίλτατους:
Todd Solondz (b. 1959)
Απόλυτα ενταγμένος στον ανεξάρτητο κινηματογράφο, ο Solondz πρωτοεμφανίστηκε με μια αιχμηρή σάτιρα της suburbia, το Welcome to the Dollhouse. Σε πλήρη αντίθεση με τις συνήθεις ταινίες έχουσες ως κεντρικούς χαρακτήρες μαθητές, ο Solondz αποφεύγει να καταστήσει την ηρωίδα του συμπαθή ή έστω χαρισματική μετερχόμενος τετριμμένων δραματουργικών μέσων. Οι ήρωές του είναι συνηθισμένοι και αληθινοί, παράγωγα όσο και θύματα ενός υποκριτικού κοινωνικού περιγύρου εκ του οποίου οποιαδήποτε μορφή διαφυγής κάθε άλλο παρά εύκολη είναι.
Ο Solondz θα κλιμακώσει την σάτιρα της κοινωνικής υποκρισίας γινόμενος πιο οξύς με την πιο γνωστή του ταινία, το Happiness. Μέσα από μια ευρεία γκάμα χαρακτήρων, ο σκηνοθέτης δίνει μια κατάμαυρη ανατομία των σκοτεινών και ανομολόγητων αποχρώσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μολονότι ουσιαστικά όλες οι καταστάσεις απορρέουν του αξιώματος «Καθένας είναι δεσμώτης των ταπεινοτέρων ενστίκτων του δοθείσης της κατάλληλης ευκαιρίας», η κλινική γραφή είναι ευρηματική και διαπεραστική, με υπόγεια ειρωνεία και με μια σύνθετη αξιοποίηση των εκφραστικών του μέσων, πρωτίστως δε των εξαιρετικών ηθοποιών.
Η κριτική και εμπορική επιτυχία του Happiness ώθησε τον Solondz σε κάτι πιο πειραματικό, δίχως να ξεστρατίζει από τη βασική του θεματική. Το Storytelling αποτελείται απο δύο διαφορετικής διάρκειας και ανεξάρτητα μεταξύ τους μέρη. Στο πρώτο ο Solondz επιτίθεται κατά μέτωπο στην πολιτική ορθότητα, μία εκ των συνιστωσών της αστικής υποκρισίας, η οποία θα ξεδιπλωθεί στο στο δεύτερο μέρος με το γνώριμο ασυμβίβαστο κλινικό τρόπο του σκηνοθέτη. Η διαλεκτική σχέση των δύο μερών είναι επιτυχής, οι ερμηνείες εξαιρετικές, όπως απολαυστική είναι η παρωδική ετεροαναφορά του Solondz στο American Beauty του Sam Mendes.
Παρά την εμπορική αποτυχία της ταινίας, ο Solondz συνέχισε τους πειραματισμούς του με το Palindromes. Εδώ η ηρωίδα ερμηνεύεται σε κάθε ενότητα από ηθοποιούς διαφορετικής ηλικίας και χαρακτηριστικών. Πάλι αναδεικνύεται η υποκρισία, η στενομυαλιά της πολιτικής ορθότητας, ο θρησκευτικός φανατισμός, ωστόσο εδώ οι καταστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένες, οι ερμηνείες άνισες και η αφήγηση αποσπασματική. Η εμπορική και κριτική αποτυχία της ταινίας συνέβαλε στην περαιτέρω περιθωριοποίηση του Solondz, ο οποίος έχει αρκετά χρόνια να ξανακάνει ταινία. Ελπίζουμε η σιωπή να λυθεί σύντομα (το σταθερά αναξιόπιστο αναφορικά με τα προσεχή σχέδια imdb τον δείχνει να έχει κάτι έτοιμο), καθώς η ειλικρινής και η άτεγκτη ματιά του είναι στοιχεία που σπανίζουν στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά.
Sam Mendes (b. 1965)
Ο Mendes χρίστηκε δαφνοστεφής από την πρώτη κιόλας του ταινία, το American Beauty. Ενδιάφερουσα μαύρη σάτιρα της suburbia που δρασκελίζει παρόμοια κατώφλια με το Happiness του Todd Solondz, δίχως όμως την ακλόνητα ασυμβίβαστη ματιά του τελευταίου που καθιστούσε το Happiness ακατάλληλο για την οικογένεια, κάτι που το βραβευμένο με όσκαρ American Beauty δεν μπορεί και δεν θέλει να'ναι. Η ταινία όμως έχει αρετές σε επίπεδο ερμηνειών, όσο και μερικές πινελιές στη γραφή της που υποδεικνύουν ότι ο Mendes δεν αδιαφορεί για τις εκφραστικές δυνατότητες της κινηματογραφικής φόρμας.
Η επόμενή του ταινία, The Road to Perdition, φιλοδοξεί να σταθεί πρωτίστως φορμαλιστικά βασιζόμενο σε αρχετυπικά σεναριακά μοτίβα όπως η αναπόφευκτη σύγκρουση πατέρα-γιου (έστω και θετού), η διαδοχή των γενεών, η προδοσία και η αναπόφευκτη εκδίκηση. Η καλλιτεχνική διεύθυνση είναι άριστη, όμως ο Mendes δεν δίνει ουδεμία δραματουργική βαρύτητα στις σχέσεις των χαρακτήρων πέρα των προκαθορισμένων ορίων των σχημάτων στα οποία αυτοί ανήκουν με αποτέλεσμα το δράμα να είναι καχεκτικό και η έκβαση της ιστορίας εν τέλει αδιάφορη. Παρόλα αυτά η ταινία έχει τους θαυμαστές της.
Με το Jarhead ο Mendes έκανε μια άτυπη στροφή προς ένα περισσότερο μινιμαλιστικό τρόπο γραφής. Λιγότερη έμφαση στα ντεκόρ, περισσότερη στις ερμηνείες. Η ταινία είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα, όμως, για μια ακόμη φορά, το θέμα της αυτό των αφελών νεοσύλλεκτων που προσγειώνονται ανώμαλα από την μιλιταριστική λογική έχει αναπτυχθεί με μεγαλύτερη πληρότητα σε άλλες καλύτερες ταινίες (Full Metal Jacket).
Το επόμενο του βήμα είναι πιο προσωπικό και περισσότερο ριψοκίνδυνο. Μια ανατομία μιας γενιάς που δεν μπόρεσε, ή δεν προσπάθησε αρκετά, να κυνηγήσει τα όνειρα της προτιμώντας να παραδοθεί στη φενάκη του διάχυτου καταναλωτισμού. Η γενιά των συμβιβασμένων και βαθύτατα αντιδραστικών 50s της αμερικής του Μακάρθυ και του Νίξον που σύντομα θα παραχωρήσει τη θέση της στην γενιά της αμφισβήτησης. Ο Mendes έχοντας αυτή τη φορά εξαιρετικό σεναριακό υλικό στα χέρια του αποφεύγει τις στυλιστικές εκζητήσεις εστιάζοντας στα πρόσωπα και στο προσωπικό τους δράμα. Για τον ένα πόλο του ζεύγους ο συμβιβασμός τελικά αποτελεί διέξοδο, έστω και ενσυνείδητα πρόσκαιρο και απατηλό, για το άλλο ανυπέρβλητο αδιέξοδο. Όσο και αν οι ερμηνευτικές αφετηρίες του πρωταγωνιστικού ζεύγους είναι διαφορετικές, αμφότεροι καταφέρνουν να πλάσσουν αυθεντικούς χαρακτήρες που καθιστούν άμεσο και καίριο το προσωπικό τους δράμα. Το Revolutionary Road αποτελεί την καλύτερη ταινία του Mendes και θα ήταν ακόμη καλύτερη αν έλειπαν ορισμένες δραματουργικές συμβάσεις του κακώς νοούμενου οσκαρικού κινηματογράφου (κατάχρηση μουσικού θέματος για πρόκληση συναισθήματος, επαναληπτικότητα σε ορισμένα σημεία).
Δυστυχώς δεν έχω δει την τελευταία ταινία του Mendes, το Αway we Go, για να εκφέρω τεκμηριωμένη γνώμη. Ανεξάρτητα πάντως από την ποιότητα της εν λόγω ταινίας, το σίγουρο είναι ότι ο Mendes είναι ένας σκηνοθέτης που παίρνει ρίσκα για τα δεδομένα του χολυγουντιανού μοντέλου εις το οποίο κινείται (ο ίδιος είναι Άγγλος στην καταγωγή) και, αν μη τι άλλο, οι ταινίες του έχουν το στοιχείο της έκπληξης. Δεν πρόκειται για το σκηνοθέτη της τυποποιημένης οσκαρικής παραγωγής, ούτε βέβαια και για τον ρηξικέλευθο ανανεωτή του κλασσικού αφηγηματικού σινεμά.
(η επόμενη ανάρτηση θα ακολουθήσει λίαν συντόμως)
16 σχόλια:
Όλε!!! Επιτέλους επιστροφή :)
Μιλώντας για την προηγούμενη ανάρτηση, συμφωνούμε σχεδόν απόλυτα για τον Φίντσερ (το έχει όταν ασχολείται με σήριαλ κίλλερ), αν και θα αποκαλούσα μερική επιτυχία τον ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΑΤΟΝ. Δεν έχει τύχει να δω κανένα ΑΛΙΕΝ πάντως, ούτε δυστυχώς κανέναν Τοντ Χέινς.
Σύμπτωση: Μόλις χθες είδα το HAPPINESS, μια ταινία που άρεσε πολύ και στον συμblogger Bauer 24 και μου την πρότεινε. Αν και σαφώς πιο καυστική από το AMERICAN BEAUTY, κατά τη γνώμη μου χάνει στα σημεία, καθώς η εξαιρετική για μένα ταινία του Μέντες τόσο από άποψη σκηνοθετικής σημειολογίας (μεγάλη μαγκιά η έλλειψη εφετζίδικων σκηνοθετικών εφέ ώστε να τονιστεί περισσότερο ο συμβολισμός του πλάνου, π.χ. προσέξτε την τοποθέτηση των ηθοποιών στην πρώτη συνάντηση του ζεύγους Μπέρναμ με τον "βασιλιά του estate"-δε θυμάμαι όνομα, ελπίζω να κάνω ευκολονόητο το ποιον εννοώ), όσο και από σεναριακή δομή (έμεινα μλκας-με το συμπάθιο-την πρώτη φορά που είδα την ταινία και αποκαλύφθηκαν οι προτιμήσεις του Κούπερ στη σκηνή του γκαράζ) και ερμηνευτικά (Σπέισι-Χόφμαν κοντράρουν σκληρά, αλλά κατά τη γνώμη μου ο πρώτος κερδίζει, ο δεύτερος θα έχει τη χαρά να δει αργότερα να δίνει ερμηνείες πραγματικά τεράστιας διαμέτρου).
Το REVOLUTIONARY ROAD είναι, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, η σοβαρή πλευρά του BEAUTY και αυτό είναι ίσως που κατά τη γνώμη μου την αποτρέπει από το να γίνει κάτι παρόμοιο. Εξόχως καυστικό, με εξίσου δυνατές ερμνείες και στιγμές πολύ πιο ρεαλιστικές, αλλά ταυτόχρονα η θεατρίζουσα σκηνοθεσία και η βαρύγδουπη πολλές στιγμές σοβαρότητα μου έδωσαν την εντύπωση μιας ταινίας που έχει πολύ πιο βαριά αποστολή στην πλάτη της και για αυτό "πλακώνεται" από αυτήν και την ανάγκη να την εκτελέσει. Αντίθετα, η πιο ειρωνική, δηλητηριωδώς χιουμοριστική προσέγγιση ενός παρόμοιου θέματος (οικογενειακή διάβρωση) απόβηκε πιο αποτελεσματική μια δεκαετία νωρίτερα, με το μεγάλο πλεονέκτημα ότι αποτύπωνε και την ψυχοσύνθεση των παιδιών.
Προσωπικά μου αρέσει πολύ και το ROAD TO PERDITION, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Πάντως αν δε θες να τσαντιστείς μη δις το AWAY WE GO, ακούω περί πολύ συμβατικής ταινίας, σχεδόν "συνταγής".
Ελπίζω να μην είπα πολλές παπαρδέλες.
Καλό comeback και... αναμένουμε ;)
Υ.Γ.: Πριν πολύυυυυυ καιρό είχες γράψει ότι δεν είχες προλάβει να δεις τα MILK και SLUMDOG MILLIONAIRE. Δε θέλω να φανώ αδιάκριτος, σε περίπτωση όμως που τα είδες είμαι περίεργος να ακούσω τη γνώμη σου (αν και για το δεύτερο την ψιλοφαντάζομαι).
Σε μαλάκωσε η Ιταλία;
Φίλε costello, ευχαριστώ καταρχήν για τη διαρκή υποστήριξη.
Περί American Beauty, εγώ βρήκα τη μεγαλύτερη αδυναμία της ταινίας στο σενάριο το οποίο βρίθει ανακολουθιών και κλισέ, όπως είχα επισημάνει και σε μια παλαιότερη ανάρτηση. Είχε όμως και ενδιαφέροντα στοιχεία, αν και ως κριτική ήταν επιδερμική και προφανής, ιδιαίτερα αν συγκριθεί με το Happiness. Ο Solondz κινείται σε περισσότερα επίπεδα τόσο από άποψη χαρακτηρολογίας (εκεί που Mendes ουσιαστικά περιορίζεται σε στερεότυπα όπως ο μεσήλικας υπό κρίση, η στρίγκλα γυναίκα του, η οργισμενοσυμβιβασμένη κόρη του κλπ), όσο και ειρωνείας (το dead-pan φινάλε, το γραφίτι Βeware Pervert στο μπουρζουαζίδικο σπίτι κλπ).
Αντιλαμβάνομαι τι εννοείς γράφοντας ότι το Revolutionary Road είναι η σοβαρή πλευρά του American Beauty, αν και αποφεύγω να το προσεγγίσω έτσι. Εδώ τα διλήμματα είναι βαθύτερα υπαρξιακά και το διέξοδο δεν έγκειται απλώς στο χαμπουγκεράδικο ή στο κυνήγι λολιτάκιων. Η έμφαση είναι στο ζεύγος και όχι στη μονάδα, αλλά δεν είναι απλώς προσωπική, παρά εκφράζει μια ολάκερη γενιά (εξ ου και ο χαρακτήρας του «τρελού» γιου). Σκηνοθετικά μπορεί οι ηθοποιοί να μπαίνουν σε πρώτο πλάνο, όμως δεν βρήκα την προσέγγιση καθόλου θεατρική. Αντιθέτως υπάρχει μια ορισμένες στιγμές εξαιρετική πλανοθεσία (όπως στην σκηνή της κλιμάκωσης στο τραπέζι), όπως και μια εκφραστική αξιοποίηση του μοντάζ. Αλλά για να μην με παρεξηγήσει ο αιμοβόρος Zubizabata (επέστρεψα δριμύτερος, μην ανησυχείς), η ταινία έχει και αρκετές αδυναμίες.
Το Milk θα το δω σύντομα -καλά που μου το θύμησες. Δεν περιμένω και πολλά, όπως δεν περίμενα και από το Slumdog, καθώς, όπως σωστά μάντεψες, απέχω μακριά από τέτοιες αισθητικές που αναλώνονται σε φωτογενή εξωραϊσμό της πραγματικότητας. Το κείμενο του Ηλία στο 25th Frame με καλύπτει απόλυτα. Sorry αν σε πλήγωσα καθώς ξέρω πόσο σου αρέσει η ταινία!
Περί ΜΠΙΟΥΤΙ:
Έλεγξα το κείμενο-κριτική που παραθέτεις στο οποίο τονίζεις τις αδυναμίες του σεναρίιου. Αν και η κόρη του Λέστερ εξηγεί το λόγο γιατί μισεί τόσο πολύ τον πατέρα της καταλαβαίνω ότι ήθελες να υπάρχει βαθύτερο υπόβαθρο, αλλά αυτό μάλλον δεν έχει σημασία, μιας και στη συνέχεια της ταινίας, σε επανάληψη της σκηνής μας αποκαλύπτεται ότι δεν ήταν αυτή η πραγματική της πρόθεση, αλλά ένα εφηβικό ξέσπασμα της στιγμής. Συμφωνώ ότι ήταν μάλλον αρκετά κλισέ το εύρημα του παιδιού να είναι και ντίλερ, αν και αυτό κινητοποιεί την πλοκή αργότερα, επαναλαμβάνω πάντως ότι λόγω του τρόπου με τον οποίο ανακαλύπτεται η σεξουαλικότητα του Κούπερ το θεωρώ μια περίτεχνη ανατροπή που εξηγεί πολλές φάσεις της ταινίας. Πάντως ο πόθος για τη φίλη της κόρης του είναι συνέχεια παρών στον Λέστερ-όλη αυτή η όντως γελοία εξέγερση που βλέπουμε είναι μια προσπάθεια αναβίωσης των χρόνων που επαναστατούσε, και είναι ενέργειες στις οποίες κίνητρο είναι να γίνει ποθητός στην Άντζελα. Η γυναίκα του Λέστερ κάθε άλλο παρά στοχοποιείται: Αν κι επιπόλαιος και ψυχωσικός χαρακτήρας, μπορεί να αποσπάσει τη συμπάθεια του κοινού. Η τρέλα της είναι αποκύημα της πίεσης της καθημερινότητάς της (η σεκάνς στα ακίνητα). Όσο για τα στερεότυπα, εδώ κρύβεται η μαγκιά: Ολοι οι χαρακτήρες που βλέπουμε είναι αν τους δούμε επιφανειακά στερεότυπα, όπως όμως το tagline έλεγε look closer, έτσι και το σενάριο σε αρκετές, μικρές στιγμές μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι κάτω από την επιφάνειά τους βρίσκεται κάτι πιο ουσιώδες.
Περί ΡΟΟΥΝΤ:
Συμφωνώ ότι εδώ η ψυχοσύνθεση των βασικών ηρώων ανατομείται πολύ πιο βαθιά και ουσιαστικά. Σε αντίτιμο όμως δεν έχουμε άλλους πολυδιάστατους χαρακτήρες στο έργο, παρά έναν (πολύ) ιλουστρασιόν μικρόκοσμο. Ακόμη και ο ρόλος του Σάννον είναι ουσιαστικά επιφανειακός (ίσως και κλισέ): Ο τρελός που λέει τις σκληρές αλήθειες. Αν και χάρη στην εξαιρετική ερμηνεία του ηθοποιού αυτή η αίσθηση απαλύνεται κάπως (αλλά δεν εξαλείφεται). Η σκηνή στο τραπέζι χάρη στην έξυπνη έκβαση του σεναρίου καταφέρνει να αποδράσει από τα θεατρικά στεγανά, όχι όμως εντελώς (επίσης και το φινάλε έχει καθαρά "κινηματογραφική" λογική).
Έλα μωρέ τώρα, θα χαλάσουν οι καρδιές μας για το ΣΛΑΜΝΤΟΓΚ;; Ακόμη κι αν μου άρεσε πολύ η ταινία, δεν παρασύρθηκα τόσο ώστε να τη θεωρήσω εκπρόσωπο της τελειότητας ή έστω αριστούργημα.
Υ.Γ.: Τί σπιούνους αγοράζει ο Ζουμπ και μαθαίνουν σε χρόνο ντ'ετέ ποιος πήγε πού; Μου δανείζεις έναν;
Ο Ζούμπι είναι η νέα groupie του Μπουκ, από τότε που πήγε στην Ιταλία. Εγώ ήμουν η groupie της Σουηδίας. Με παράτησε επειδή δε του ζέσταινα τα πατουσάκια.
Πάντως χαίρομαι που υποχωρείς όσον αφορά το Slumdog! (μη τσαντίζεσαι, γίνομαι λίγο προβοκάτορας).
Look closer και look closer προστάζει ο Sam και στο τέλος έπαθα μυωπία προσπαθώντας να καταλάβω γιατί αυτή η ταινία άρεσε. Τέτοιες επαναστάσεις απέναντι στην αστική τάξη μοιάζουν τόσο χαλαρές που περισσότερο εξυπηρετούν παρά πολεμούν το σύστημα.
Επίσης, στο Revolutionary Road, αδυνατώ να καταλάβω πως ο Μπουκ έπεσε θύμα των δύο-τριών στιγμών που ο Mendes πέταξε ένα κραυγαλέο ντεκουπάζ σα στάχτη στα μάτια για μια υπέρ του δέοντος θεατρική στατικότητα. Σίγουρα ανώτερο του American Beauty, αλλά πάλι λίγα πράγματα.
Για το Road to Perdition προτιμώ να μην πω τίποτα και πληγώσω κάποιον, για να κλείσω επαινετικά για το πολύ καλό Jarhead, στο οποίο ο Sam κατάφερε να απεικονίσει τον πόλεμο του μυαλού με υπαινικτικό τρόπο. Μάλλον ο τύπος χρειάζεται άπλα για να εκφραστεί κινηματογραφικά. Αν δει τοίχο, νομίζει ότι τον πέταξαν στο σανίδι.
Ευχαριστώ αμφότερους για τα μεστά σχόλια που αναβιώνουν μια παλιά διαμάχη με επίκεντρο τον Mendes.
Αναφορικά με το American Beauty, ούτε και σε μένα το look closer που επικαλείται ο Mendes λειτούργησε ως κοινωνική κριτική παρόλο που υπήρχαν εν δυνάμει στοιχεία για κάτι τέτοιο, όπως ωραία τα επισήμανε ο αγαπητός costello. Η γραφή παραείναι λεία και δέσμια των αφηγηματικών κωδίκων ώστε να στηρίξει κάτι θεμελιακά ανατρεπτικό. Εξ' ου και η μπηχτή του Solondz για το look closer στο Storytelling, το οποίο αποφεύγει τέτοιες ασφαλείς λύσεις.
Περί θεατρικότητα του Revolutionary Road 8α διαφωνήσω καθώς βρίσκω ότι η ταινία διέπεται από μια αμιγώς κινηματογραφική αφηγηματική λογική. Υπάρχει εκφραστικός μινιμαλισμός, όμως καθαρά κινηματογραφικός και δεν περιορίζεται σε μία-δύο σκηνές που αναφέρει ο ερωτικός αντίζηλος του Mendes, Αχιλλέας (σε καταλάβαμε).
Θεωρώ γενικά ευκολία το να προσάπτουμε σε όποια ταινία διαδραματίζεται σε κλειστούς χώρους τον χαρακτηρισμό «θεατρική» για τους εξής λόγους:
α) Γιατί ουδείς δεν έχει την ίδια αντίληψη για τη σημασία του όρου. Είναι θεατρικές οι σκηνοθεσίες του Bergman, του Kazan, του Richard Brooks; Τι ακριβώς καθιστά μια σκηνοθεσία «θεατρική»;
β) Γιατί ουδείς έχει μπει στον κόπο να αναλύσει γιατί μια «θεατρική» σκηνοθεσία είναι de facto μειονέκτημα. Το θέμα μιας ταινίας δεν μπορεί να καθορίσει το στυλ της;
γ)Κανείς δεν έχει αναφέρει ακλόνητα παραδείγματα αποτρόπαιων «θεατρικών» σκηνοθεσιών και δεν αναφέρομαι φυσικά σε φιλμαρισμένες θεατρικές παραστάσεις.
δ)Ουδείς έχει εξηγήσει πως μια ταινία με γκρο πλάνα και μοντάζ μπορεί να θεωρηθεί «θεατρική». Μια θεατρική παράσταση χαρακτηρίζεται από δραματική πυκνότητα και χωροχρονική ενότητα με μικρό αριθμό σκηνικών. Όταν μια ταινία έχει στο σενάριό της πάνω από 50 διαφορετικές σκηνές, είναι αδύνατον να αποδοθεί σε θεατρική σκηνή και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να ομιλούμε περί θεατρικότητας.
Οι παραπάνω ερωτήσεις είναι εμφανώς ρητορικές και σε καμία περίπτωση δεν αναφέρονται στους εκλεκτούς συνομιλητές. Απλά ο όρος «θεατρική», όπως και το «βαρετή», κατά την αποψή μου δεν συνιστούν κριτική παρατήρηση.
Ωπ, γουστάρει Κειτάκι ο Αχιλλέας;;; Εδώ συμπάσχω τότε μαζί του και τον καταλαβαίνω-τα ίδια που πάθαινα πριν μια δεκαετία και σχεδίαζα πιθανούς τρόπους δολοφονίας του μίστερ "Τζέρι Μαγκουάιρ", κάποια κατάλοιπα μίσους μου έχουν μείνει ακόμη όχι όμως για αυτόν το λόγο, άσε που τώρα έτσι όπως έχει γίνει η Νικόλ...
Μετά από αυτήν την άσχετη παρένθεση επανέρχομαι.
Πάντως σε πολύ ελάχιστες ταινίες μια γραφή σκηνοθετική μπορεί κινηματογραφικά να είναι πλήρως ανατρεπτική, τότε θα μιλάμε για ταινία σταθμό στην ιστορία του σινεμά-πράγμα που δεν ισχύει για το πολυαγαπημένο μου ΜΠΙΟΥΤΙ ούτε όμως και για το ΧΑΠΙΝΕΣΣ.
Τώρα σχετικά με το θεατρικό ανοίγεις μεγάλη κουβέντα, ακόμη κι αν τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Καποιος πάντως είχε πει "αν δεν υπήρχε ο Χίτσκοκ, το σινεμά θα έμοιαζε ακόμη σαν θέατρο recorded on camera". Κάπως ακραίο, αλλά έχει ενδιαφέρον να ψάξετε στις δεκαετίες '30-'40 ποιοι άλλοι σκηνοθέτες είχαν την πρωτοποριακή οπτική του Χιτς, τις τεχνικές και τους ρυθμούς του-δε θα βρείτε πολλούς.
Ωραία διατυπωμένη η απάντησή σου Γιωργάρα, ωστόσο η άποψή μου περί θεατρικότητας ως αρνητικό στοιχείο στο σινεμά, είναι πολύ συγκεκριμένη. Και έχει να κάνει με την ταύτιση του ματιού του θεατή με το βλέμμα της κάμερας. Ένας από τους βασικούς παράγοντες στους οποίους οφείλει τη εκφραστική του δύναμη το σινεμά είναι η δυνατότητά του να σηκώσει το θεατή από τη θέση του και μέσω της εκμετάλλευσης του χώρου από την κάμερα, να σε φέρει "ανάμεσα" στα δρώμενα. Αυτό είναι αδύνατον στο θεατρικό θεατή. Και έτσι ακριβώς, κλειδωμένος στη θέση μου σε ασφαλή απόσταση από τη σκηνή, ένιωθα στη μεγαλύτερη διάρκεια του Revolutionary Road. Τα γκρο πλάνα που αναφέρεις και δυο-τρεις σκηνές δεν ήταν αρκετές για να μου αλλάξουν αυτό το συναίσθημα. Το οποίο δέχομαι ότι μπορεί να γεννήθηκε μόνο σε μένα. Ωστόσο καταλαβαίνεις γιατί ο Bergman και ο Kazan δεν υπήρξαν ποτέ με αυτή (την αρνητική) έννοια θεατρικοί, όταν έκαναν σινεμά.
costello, μην τον ακούς τον Μπουκ. Την απεχθάνομαι (σα γυναίκα) την Winslet, με δύο εξαιρέσεις: το Little Children και το Reader. Σε αμφότερα μία έλξη ομολογώ πως μου την άσκησε. Γενικώς όμως να τη χαίρεται ο φτυστός με έλληνα κριτικό σκηνοθετίστκος, δεν μου κάνει εμένα. Όσο για τους σκηνοθέτες της δεκαετίας του 30 και του 40 που έκαναν "καθαρό" σινεμά, μου έρχονται πολλοί στο μυαλό γρήγορα και πρόχειρα. Σίγουρα ο Wyler, σιγουρότατα ο Welles και βάλε και τον Huston. Και πάρα πολλοί εκτός Αμερικής.
Φυσικά δεν μπορώ να διαφωνήσω με την άποψη του Αχιλλέα ότι η κάμερα δρα ως χωρικός «μεσολαβητής», κατευθύνοντας το βλέμμα του θεατή και καθιστώντας τον κοινωνό των δρωμένων. Αυτή, όμως, είναι μόνο μία από τις λειτουργίες της κάμερας. Υπάρχει και η κάμερα- παρατηρητής που αποστασιοποιημένα απεικονίζει τα δρώμενα στην ολότητα τους, αφήνοντάς την ελευθερία της επιλογής και έμφασης στον θεατή. Αυτό είναι το σινεμά του Χάνεκε, του Όζου, του Fritz Lang, του καλού Αγγελόπουλου και αρκετών άλλων. Εκεί η «κινηματογραφικότητα» πηγάζει από την αξιοποίηση άλλων εκφραστικών μέσων του μέσου, ιδιαίτερα της αφήγησης, καθότι οι αφηγηματικοί κώδικες του κινηματογράφου διαφέρουν αρκετά από αυτούς του θεάτρου.
Σε μια θεατρική παράσταση, η επιλογή της έμφασης είναι ολότελα στην ευχέρεια του θεατή που μπορεί να διαλέξει να παρατηρεί το έκκεντρο της σκηνής αντί του κέντρου. Εκεί η μέθεξη γίνεται με την επικουρία του λόγου και της ιδιάζουσας αμεσότητας που προκύπτει από την συνύπαρξη του θεατή στον ίδιο χώρο με τους ηθοποιούς, δηλαδή από την ταυτόχρονη πραγμάτωση της εκτέλεσης του έργου τέχνης με την πρόσληψή του από τον θεατή. Μια τέτοια διαδικασία δεν έχει κινηματογραφικό ισοδύναμο.
Γενικά πιστεύω ότι ενώ υπάρχουν πάμπολλοι σκηνοθέτες προερχόμενοι από το χώρο του θεάτρου, ελάχιστα παραδείγματα αμιγών θεατρικών σκηνοθεσιών μπορεί να βρει κανείς. Το πρόβλημα πολλών «θεατρικών» σκηνοθετών είναι μια περιφρόνηση ή άγνοια για την βαθύτερη λογική της κινηματογραφικής αφήγησης, όσο και των εναλλακτικών εκφραστικών δυνατοτήτων της έβδομης τέχνης. Αυτές οι ταινίες αποτυγχάνουν όχι γιατί οι σκηνοθεσίες τους είναι «θεατρικές», αλλά επειδή δεν είναι αρκούντως κινηματογραφικές.
Θα συμφωνήσω με τον φίλτατο Costello ότι καμιά από τις ταινίες δεν συγκαταλέγεται στα μεγάλα αριστουργήματα του κινηματογράφου, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τις χωρίζει μια υπολογίσιμη απόσταση.
Διαφωνώ ριζικά με τον γενικόλογο αφορισμό περί σινεμά προ Hitchcock. Ο Murnau, o Lang, o Von Sternberg, ο Von Stroheim και πολλοί άλλοι κάθε άλλο παρά καμερο-καταγραφείς ήταν. Ο Hitch είναι θεμελιακής σημασίας για το σινεμά, ευτυχώς όμως κάθε άλλα παρά μόνος ήταν.
"Γενικώς όμως να τη χαίρεται ο φτυστός με έλληνα κριτικό σκηνοθετίστκος, δεν μου κάνει εμένα."
Για ποιον λες μαν;
Για να μην παρεξηγούμαι, διευκρίνισα ότι ελάχιστοι σκηνοθέτες είχαν τη σκηνοθετική δυναμική του Χίτσκοκ για εμένα στη δεκαετία του '40, όχι ότι κανείς δεν την έφτανε.
Ακόμα το κείμενο με Bay και Verbinsky;
Καλύπτω κάποια κενά μου και έρχεται...
Αν περιλαμβάνει και Φαρέλι το αφιέρωμα και έχεις τα κέφια σου Γιώργο (κοινώς, να θάψεις όσο γίνεται τους σιχαμερούς αδερφούς με τις ευλογίες μου), προβλέπω πανζουρλισμό!
"(η επόμενη ανάρτηση θα ακολουθήσει λίαν συντόμως)"
Όχι ότι πιέζω, αλλά... ποτέ μη λες ποτέ τελικά :P
Φταίνε οι ζέστες :)
Δημοσίευση σχολίου