The Master (2012)
The Master (2012, Σκην. Paul Thomas Anderson)
Εγγύτερο υφολογικά στο «μικρό» και υποτιμημένο Punch Drunk Love παρά στο επικό There Will Be Blood, το Master διατηρεί την μορφική πολυπλοκότητα και θεματική φιλοδοξία της πολύκροτης τελευταίας ταινίας του σπουδαίου δημιουργού της.
Με ελεύθερη αφήγηση όπου η εξέλιξη της ιστορίας καθορίζεται από την αλληλεπίδραση των δύο κεντρικών χαρακτήρων και όχι από κάποια καθιερωμένα αφηγηματικά σχήματα, ο Anderson αποτυπώνει με εξαιρετική διεισδυτικότητα μια εγγενή ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου: εκείνη της υποταγής στην αυθεντία. Ο Freddie αναζητεί εναγωνίως ένα πατρικό υποκατάστατο το οποίο πρωτίστως θα λειτουργήσει ως συναισθηματικό παραπλήρωμα και δευτερευόντως ως πνευματικός καθοδηγητής. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη της κουστωδίας του Dodd, ο Freddie αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς εξ' αρχής ότι ο Dodd δεν είναι παρά ένας απατεώνας που ανακατεύει ιδέες και πρακτικές με παρόμοιο τρόπο που εκείνος παρασκευάζει τα αλκοολούχα διαλύματα του αναμιγνύοντας διάφορες χημικές ουσίες. Ως εκ τούτου, ο Freddie αν και γρήγορα γίνεται ένας πιστός στρατιώτης, ο φανατισμός του οποίου αποτελεί μια απόπειρα υπερκάλυψης της αμφιβολίας του, δεν θα μπορέσει ποτέ να συντονισθεί διανοητικά με τον Dodd παρά τις προσπάθειες του τελευταίου να τον κερδίσει (π.χ. η άκρως αινιγματική σκηνή της εκταφής του σεντουκιου με τον χαμένο θησαυρό). Η τελική ρήξη είναι αναπόφευκτη και προκαλείται σχεδόν ασυνείδητα από τον ίδιο τον Dodd που παρέχει στον παρορμητικό Freddie το μέσο και την ευκαιρία της διαφυγής του (η σκηνή με την μοτοσικλέτα στην έρημο).
Οι λόγοι έλξης του Freddie προς τον Dodd είναι αναπόδραστοι, λιγότερο ξεκάθαρο είναι γιατί ο Dodd επενδύει σε έναν δύστροπο και ευέξαπτο στρατιώτη σαν τον Freddie. Αφενός η πρόκληση να κερδίσει ένα «δύσκολο» μέλος, αφετέρου η εξίσου εγγενής ανάγκη του εξουσιαστή/ αφέντη να κυριαρχεί επί των πιο ανεξέλεκτων υπηκόων του επιβεβαιώνοντας την ισχύ του, η ταινία, συνεπικουρούμενη από την σοφά υπολογισμένη κρυπτική ερμηνεία του τεράστιου Philip Seymour Hoffman, αφήνει περιθώρια πολλαπλών ερμηνειών.
Ο Anderson προχωράει όμως παραπέρα από το βεληνεκές μιας ταινίας χαρακτήρων, αριστοτεχνικότατα δοσμένης. Τοποθετώντας την δράση στην μεταπολεμική Αμερική και εμφαίνοντας στις δυσκολίες κοινωνικής ένταξης του Freddie (η εξαιρετική σκηνή στο πολυκατάστημα όπου με ένα travelling αποτυπώνεται όλη την μεταπολεμική ευμάρεια και ταυτόχρονα την αδυναμία του Freddie να μετάσχει σε αυτή), ο Anderson καταγράφει το πνευματικό αδιέξοδο του μέσου Αμερικάνου (όσο και αν ο Freddie κάθε άλλο παρά «μέσος» μπορεί να θεωρηθεί) που όντας μη απόλυτα ικανοποιημένος από τις υλιστικές ανέσεις αλλά και μην κατέχοντας την παιδεία και κριτικη σκέψη να επικυριαρχήσει των επιλογών του, γίνεται υποχείριο και όργανο δυνάμεων όπως το κίνημα τον Dodd που αναγνωρίζουν και εκμεταλλεύονται τούτη την ανάγκη και αδυναμία του. H μεταπολεμική αμερικάνικη ιστορία είναι γεμάτη με πλείστα παραδείγματα θρησκευτικών αιρέσων και κινημάτων οργιώδους ανορθολογισμού που δεν θα περίμενε κανείς να είχαν σημαντική απήχηση σε μια αναπτυγμένη χώρα.
Η γραφή του Anderson, απόλυτα αλφαδιασμένη, διαφέρει αισθητά από το συνήθες αμερικάνικο αφηγηματικό μοντέλο. Η υπαινικτικότητα και η πολυπρισματικότητα μιας γραφής που εναλλάσσει αφηγηματικές ελλείψεις με σκηνές κλειδιά (όπως αυτή του ξεσπάσματος στη φυλακή ή εκείνη της επίσκεψης του Freddie στο σπίτι της μητέρας της κοπέλας του -σκηνή κινηματογραφημένη με πλάγιες γωνίες λήψεις δηλώνοντας ότι πρόκειται παρά για ένα μόνο τμήμα του παζλ) φέρνουν την ταινία πολύ πιο κοντά στο ύφος των αμερικανικών ταινιών της δεκαετίας του 70 παρά σ' αυτές της τρέχουσας παραγωγής. H επανάληψη θεματικών μοτίβων όπως αυτό της θάλασσας και του γυναικείου ομοιώματος στην άμμο επιτείνει την εντύπωση ενός «ανοιχτού κειμένου» όπου ο κάθε θεατής μπορεί να προσδώσει μια διαφορετική ανάγνωση (λ.χ. ορισμένοι τείνουν να ερμηνέψουν την ταινία ως ένα όνειρο του Freddie -ερμηνεία που δεν με βρίσκει σύμφωνο καθώς περιορίζει την ταινία σε ένα ατομικό παραλήρημα) .
Η ταινία δεν θα άγγιζε την τελειότητα δίχως της συμβολής όλων ανεξαιρέτως των ερμηνευτών της. Η ερμηνεία όμως του Joaquin Phoenix είναι πέρα από κάθε μέτρο και ορισμό, ο ηθοποιός προσεγγίζει τον ρόλο του με μια εσωτερική εξωστρέφεια όπου κάθε έκφραση αποτυπώνει μια διαφορετική ψυχική κατάσταση και ένα μεγάλο εύρος λεπτών συναισθηματικών αποχρώσεων που απαιτούν πολλαπλές θεάσεις για να εκτιμηθούν δεόντως. Οριακή ερμηνεία, ανάλογης σημασίας με αυτές του Brando στο On the Waterfront και του Robert De Niro στο Raging Bull, αποτελεί ένα από τα πολλά επιτεύματα αυτής της αριστουργηματικής ταινίας.