The Darjeeling Limited
(The Darjeeling Limited, Σκην Wes Anderson, 2007)
Μια περαιτέρω απόδειξη της καλλιτεχνικής στασιμότητας του Wes Anderson αποτελεί αυτή η ελάσσων ιστορία τριών αποξενωμένων αδερφών που κάνουν ένα ταξίδι στην Ινδία για να επανασυνδεθούν, υποτίθεται, πνευματικά. Οι περί ζεν αγοραίες φαιδρότητες έχουν καταστροφική επίπτωση τόσο στην επινοητικότητα των στιγμιότυπων ή δοκιμασιών που υποβάλλει ο σκηνοθέτης τους ήρωές τους, όσο και στην επεισοδιακή και ανερμάτιστη δόμηση της δράσης. Το ταξίδι δεν έχει καμία εσωτερικότητα και αναλώνεται σε υπερβολικά στημένα καλαμπουράκια, ορισμένα εκ των οποίων είναι κάπως χαριτωμένα, καταντούν όμως επαναλαμβανόμενα σαν το αστείο με την ζώνη που αλλάζει χέρια τρεις με τέσσερις φορές καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού και αυτό με τις βαλίτσες που χονδροειδώς συμβολίζει τα βαρίδια που κουβαλάνε οι ήρωες, εξαιτίας των οποίων δεν μπορούν να προχωρήσουν τη ζωή τους. Η χαρακτηρολογία είναι τηλεγραφική, η ματιά πάνω σε έναν ξενό πολιτισμό προσβλητικά συγκαταβατική και τουριστική, η εξαίσια σκηνογραφία εκτοπίζει τη μανιεριστικη σκηνοθεσία, οι ιδέες απλοϊκότατες και ανακυκλωμένες από προηγούμενες και καλύτερες ταινίες του σκηνοθέτη, η υπαρξιακή συνιστώσα ελαφριά και διάφανη σαν τσιγαρόχαρτο. Κρίμα γιατί με το Rushmore και κυρίως με την καλυτέρή του ταινία, το Royal Tenenbaums, ο Anderson είχε δώσει εξαιρετικά δείγματα γραφής με ένα προσωπικό και ιδιοσυγκρασιακό γλυκόπικρο χιούμορ που μπορούσε να μετουσιώνει την πραγματικότητα χωρίς να εκτοπίζει την πολυπλοκότητά της. Με το Life Aquatic έδειξε να μανιερίζει επικίνδυνα για να καταλήξει σε αυτό το αυτάρεσκο και ναρκισιστικό κατασκέυασμα που δίνει αρκετά πολεμοφόδια στους ορκισμένους πολέμιους του σινεμά του δημιουργού. Ο Anderson θα πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα των ηρώων του και να αφήσει τις βαλίτσες του πίσω στην επόμενη ταινία δοκιμάζοντας κάτι διαφορετικό τόσο θεματικά (πόσες φορές ακόμη θα ξαναδούμε μια διυλισμένη παραλλαγή δυσαρμονικής οικογένειας με ανύπαρκτους, νεκρούς, ή ανεπαρκείς γονείς;) όσο και στυλιστικά (slow motion με 60s pop, οριζόντια pan που σαρώνουν το ντεκόρ, φετιχισμός της ατάκας κλπ).
4 σχόλια:
Μου αρέσει το στυλ του. Πολύ. Αλλά συμφωνώ με τα γραφόμενα σου, Γιώργο. Απο τη μέση και μετά είναι ξεκάθαρος ο μετέωρος προσανατολισμός του Άντερσον καθώς και ο εξυπνακισμός του - που τον κρατά σε απόσταση απο το δράμα.
Και εμένα μου αρέσει το στυλ του φίλε αλλά έτσι όπως πάει θα καταντήσει παρωδία του εαυτού του. Η αποσπασματικότητα του σενάριου κάνει την ταινία να μοιάζει με συρραφή ταινιών μικρού μήκους, δίχως κάποιας στοιχειώδους αλληλοσυσχέτισης πέρα από την προφανή. Μάλλον θύμα της δημοσιότητάς του έπεσε.
(Η Criterion φαίνεται τον πήρε χαμπάρι και σταμάτησε να εκδίδει σε DVD τις ταινίες του...)
Είστε πολύ κακοί - αν και με γλυκό πάντα τρόπο. Στο Darjeeling είναι λιγότερο αποσπασματικός από ποτέ - πώς στο καλό θεωρείς την καλύτερή του το Tenebaum ρε Γιώργο; Αφήστε που το Look at these assholes είναι ξεκαρδιστικό και έξυπνα τοποθετημένο στην στροφή της ταινίας και στην άφιξη του δράματος, που εμένα Άκη μου μια χαρά με άγγιξε.
Φίλε μου, το Royal Tenenbaums ήταν σαφώς πλουσιότερο σε ευρήματα και δράμα. Οι χαρακτήρες ήταν πιο πολυεδρικοί, η σύνθεση κάδρου ευρηματικότερη και το δράμα αυθεντικό (σκηνή αυτοκτονίας συγκλονιστική) και όχι προκατασκευασμένο και βεβιασμένο σαν την προσβλητικά αστεΐστικη σκηνή που αναφέρεις (γιατί assholes τρεις κακομοίρηδες που προσπαθούν να διασχίσουν ένα ποτάμι;). Η αποσπασματικότητα φαίνεται από μια χαρακτηριστική σκηνή:
βλέπεις τους ήρωες χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο από εκεί που ετοιμάζονται να επιβιβαστούν στο αεροπλάνο και να γυρίσουν στην πατρίδα τους (και αφού έχουν σπαταληθεί 10 λεπτά φιλμικού χρόνου στο αεροδρόμιο) ξαφνικά να αλλάζουν γνώμη ώστε να επισκεφθούν τη μάνα τους. Αυτή την απόφαση δεν θα μπορούσαν να την είχαν πάρει νωρίτερα; Άτσαλος τρόπος για να επιμηκύνεις τη δράση της ταινίας. Θα μπορούσε αυτό να συμβαίνει ad infinitum και η ταινία να μην τελείωνε ποτέ.
Δημοσίευση σχολίου