Από τις τρεις προηγούμενες αναρτήσεις, προέκυψαν οι κάτωθι βαθμολογίες
Δεκαετία
| Σκορ Υποψηφίων Ταινιών για Όσκαρ Σκηνοθεσίας
| Σκορ Αμερικανικών Ταινιών
|
70s
| 52
| 42
|
80s
| 37
| 23
|
90s
| 43
| 32
|
H δεσπόζουσα άποψη για την περίοπτη θέση των 70s για το αμερικανικό σινεμά επιβεβαιώθηκε και μέσω αυτής της αφοριστικής διαδικασίας. Τα αίτια της κυριαρχίας των 70s είναι λίγο-πολύ γνωστά: Το αρτηριοσκληρωτικό συστήμα των Studio, έχοντας χάσει επαφή με τις ανανεωμένες εκζητήσεις του κοινού, κατέρρευσε στο τέλος της δεκαετίας του 60 μετά από μια παρατεταμένη περίοδο παρακμής και σήψης. Το αμερικάνικο κοινό είχε πλέον κορεσθεί από τις αρτιμελείς μεν, αλλά συμβατικές στουντιακές δημιουργίες και διψούσε για ταινίες που αποτελούσαν έκφραση των σύγχρονων αναζητήσεων ολόκληρης της κοινωνίας και όχι απλώς αφορμές για ανώδυνες δίωρες αποδράσεις σε επίπλαστα κινηματογραφικά σύμπαντα. Σε αυτές τις ανάγκες βρέθηκαν να απαντούν όσοι σκηνοθέτες εμφανίστηκαν στο τέλος των 60s γυρίζοντας αρχικά ταινίες με λιγοστά μέσα που η απήχηση τους οδήγησε σύντομα σε προνομιακή σχέση με τα πλέον μετεξελιγμένα στούντιο και απέφερε μεγάλες παραγωγές (Godfather I&II, Chinatown) γυρισμένες υπό καθεστώς πρωτοφανούς καλλιτεχνικής ελευθερίας. Οι καλύτερες ταινίες αυτής της περιόδου διακρίνονταν από μια αυξημένη γνώση των κινηματογραφικών κωδίκων, επιρροές από την ευθύτητα και την ειλικρίνεια του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, και μια κριτική στάση, συχνά άκρως σκεπτικιστική, για την αμερικάνικη κοινωνία.
Ένα καίριο ερώτημα που προκύπτει αναφορικά με τα 80s είναι πού οφείλεται η τεράστια απόκλιση από τα 70s. Δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν έτοιμη την απάντηση: H αποτυχία του Heaven's Gate. Δεν νομίζω ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά, ουδέποτε μια ταινία από μόνη της στάθηκε ικανή να αλλάξει από μόνη της τον ρου μιας ολόκληρης δεκαετίας. Ορισμένα από τα αίτια παρακμής των 80s βρίσκονται μέσα στα 70s και συγκεκριμένα στη δύναμη που απέκτησε ένα μοντέλο ταινιών που εμφανίστηκε μέσα σε αυτή τη δεκαετία. Κύριοι εκφραστές αυτού του ρεύματος είναι οι Lucas και Spielberg. Οι ταινίες τους απέκλιναν σημαντικά από τον κριτικό πεσιμισμό και την επώδυνη ανθρωποκεντρική ειλικρίνεια των υπολοίπων ταινιών της δεκαετίας (The Conversation, Godfathers, Taxi Driver, Deer Hunter), προτάσσοντας την πρωτοκαθεδρία της αποδραστικής δυνατότητας της εικόνας. Μέσω των ταινιών τους ο θεατής (και εννοώ κυρίως τον Spielberg καθότι ο Lucas είναι πρωτίστως παραγωγός) εγκλωβίζεται σε μια αφηγηματική διαδικασία που προβάλλει πρωτίστως την αυθυπαρξία της απόδρασης και της εικόνας, δίχως στέρεα εξωκινηματογραφικά σημαινόμενα και με συνήθως ελάχιστα περιθώρια κριτικής προσέγγισης των διαδραματιζόμενων καταστάσεων, οι οποίες είναι συνήθως ανεπίδεκτες σχολιασμού. Η επιδέξια αυτή χειραγώγηση του θεατή σε τέτοια μη απαιτητικά πρότυπα διασκέδασης είχε σαν μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα τον εθισμό του κοινού σε τέτοια φιλμ και την συνεπακόλουθη προσαρμογή της κινηματογραφικής βιομηχανίας στα νέα δεδομένα. Η κριτική αιχμή των αμερικανικών ταινιών σταδιακά εξομαλύνθηκε, οι αναφορές σε τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα κατέστησαν μεμονωμένες, οι μηχανισμοί της αποστασιοποίησης του θεατή και της κριτικής προσέγγισης των δεδομένων αδρανοποιήθηκαν και τη θέση τους πήρε η αντίληψη του κινηματογράφου ως μέσο απόδρασης από μια πραγματικότητα που είναι επιδεικτικά απούσα από την οθόνη. Μήπως όλη αυτή η
That's Entertainment αντίληψη συνέβαλε στην ταχύτερη επούλωση των τραυμάτων που είχαν προκληθεί στην αμερικανική κοινωνία από το φιάσκο του Vietnam; Η εύκολη εδραίωση του Ρηγκανισμού στα 80s, όπου για πρώτη φορά η εικόνα του Πρόεδρου ήταν ξεκομμένη από αυτή της κυβέρνησής του, είναι ενδεικτική. Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η ιδεολογία που αποδεσμεύει μια τυπική ταινία των 70s, το Close Encounters of the Third Kind του Steven Spielberg: Παρουσιάζοντας αρχικά την πυρηνική οικογένεια διαλυμένη και σε κρίση, η ταινία αποσκοπεί στη επανακαθίδρυση της πατριαρχικής οικογένειας σε κοσμικό επίπεδο παρουσιάζοντας τους εξωγήινους ως μεσολαβητές για τη δημιουργία μια νέας στη ζωή του κεντρικού ήρωα (το γεγονός ότι στο διαστημόπλοιο επιβιβάστηκαν μόνο ο ήρωας και ο γιος της ερωμένης, αλλά όχι και αυτή, του είναι χαρακτηριστικό της πατριαρχικής αντίληψης που δεσπόζει στο έργο του Spielberg) Η επιβεβαίωση της πρωτοκαθεδρίας της οικογένειας έναντι άλλων προσωπικών και κοινωνικών μορφωμάτων κάθε άλλο παρά ιδεολογικά ουδέτερη είναι και βρήκε άμεση έκφραση, τόσο σε επίπεδο ρητορείας όσο και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής, στις πολιτικές του Reagan και της Thatcher (
..there is no such thing as society. There are individual men and women, and there are families.).
Τα 90s τοποθετούνται, όπως δείχνει η τελική κατάταξη, κάπου στη μέση. Οι υπερμεγέθεις παραγωγές εξακολούθησαν να έχουν μεν την ίδια απήχηση με το κόστος τους διαρκώς να πολλαπλασιάζεται, παράλληλα όμως υπήρξε και μια αισθητή ισχυροποίηση ενός παραλλήλου κυκλώματος παραγωγής ταινιών χαμηλοτέρου κόστους και έδωσε την ευκαιρία σε αρκετά νέα ταλέντα να εκφραστούν. Στην πρώτη γραμμή αυτών ανήκουν ο Paul Thomas Anderson (ίσως ο σημαντικότερος σκηνοθέτης της γενιάς του), ο David Fincher, ο πολυσχιδής Steven Soderbergh, ο Quentin Tarantino, o David Gordon Green, o Wes Anderson κ.α. Αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι μια σχετικά, σε σχέση με τα 70s, μειωμενη δραστηριότητα αυτών των σκηνοθετών, κάτι που ίσως εξηγεί μερικώς και τον μειωμένο αριθμό αριστουργημάτων στα 90s. Είτε πρόκειται περί δημιουργικής αφλογιστίας, είτε περί έλλειψης επαρκούς χρηματοδότησης, με εξαίρεση τον παραγωγικότατο Soderbergh, οι υπόλοιποι εκ των προαναφερθέντων σκηνοθετών βγάζουν στην καλύτερη περίπτωση μία ταινία ανά τρία-τέσσερα περίπου χρόνια, εκεί που στα 70s σχεδόν ανά ένα-δύο χρόνια είχες μια ταινία του Coppola ή του Scorsese. Προέκταση των 90s αποτελούν και τα 0s χωρίς μέχρι στιγμής αισθητές διαφοροποιήσεις, αν και ο αριθμός των πρωτοεμφανιζόμενων ταλέντων είναι έως τώρα σαφώς μικρότερος.