Μάτια Διάπλατα Κλειστά (Eyes Wide Shut)
Πάιρνοντας άτυπα τη σκυτάλη από τον αγαπητό συνblogger Ηλία που στο έξοχο κείμενό του έθιξε πολλές διαστάσεις της πολυεπίπεδης αυτής ταινίας, θα ήθελα να καταθέσω και εγώ μερικές παρατηρήσεις πάνω σε μια από τις καλύτερες ταινίες του κορυφαίου Stanley Kubrick. Ομολογώ, καταρχήν, ότι ακόμη δεν έχω καταλήξει σε μια ορθολογική συνολική ερμηνεία που να καλύπτει όλα τα σημεία της ταινίας, κυρίως λόγω της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας που διαπερνά όλο το έργο, τοποθετώντας το έτσι σε μια εκλεκτή και ολιγομελή κατηγορία ταινιών που διαπραγματεύονται επιτυχημένα αυτό το θέμα. Η ταινία είναι τόσο πλούσια σε σημαίνουσες λεπτομέρειες που δυσκολέυεται κανείς πως να πρωτοαρχίσει και γι' αυτό διάλεξα την μάλλον εύκολη οδό της προσέγγισης μέσω των τριών βασικών προσώπων της που είναι:
---Dr Bill Hartford. Ένας πετυχημένος μεσοαστός γιατρός που η κοινωνική του θέση εξαρτάται περισσότερο από τα "house calls" που κάνει σε μέλη της οικονομικής ελίτ, ιδιαίτερα όταν προκύψει κάποιο έκτροπο από τις ερωτικές της καταχρήσεις (πρώτη σκηνή στο μπάνιο του Ziegler με την λιπόθυμη πόρνη), παρά από τη δική του ανεξάρτητη δραστηριότητα. Φορέας "σωστών" απόψεων, υπερβολικά κατοχυρωμένος και ανίκανος να αντιμετωπίσει καταστάσεις εκτός του μικρόκοσμού του, τον οποίο με επιμέλεια ο ίδιο έχει κατασκευάσει. Η κατάρρευσή του αρχίζει από τη διήγηση της ερωτικής φαντασίωσης της γυναίκας του, η οποία εμμέσως βομβαρδίζει τα θεμέλια του "οίκου". Χαρακτηριστική είναι η ανέκφραστη αντίδρασή του που υποδηλώνει ένα βαθύ πλήγμα στο ναρκισσισμό του· ένα πλήγμα που βαθαίνει ακόμη περισσότερο όταν ένα γκρουπ νταήδων τον αποκαλεί gay. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ό,τι του συμβαίνει μέχρι την εξιστόρηση του ονείρου της γυναίκας του παραμένει ανενεργός και απαθής (χαρακτηριστική του φράση στο όργιο: "Ι had an interesting look around"!), καθώς προσπαθεί να εισβάλλει σε ένα κόσμο στον οποίο οικονομικά και κοινωνικά δεν ανήκει προκειμένου να αποκαταστήσει ή να ανανεώσει τον παραπαίοντα μικρόκοσμό του. Στον κόσμο της ηγεμονικής ελίτ με την οποία αυτός συγχρωτίζεται χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι περισσότερο υπηρέτης της παρά εν δυνάμει μέλος, κυριαρχεί η υποκρισία, η επιδειξιομανία, η χρησιμοποίηση των οικονομικά ασθενεστέρων για παντός τύπου υπηρεσίες (όπως ο Nick Nightgale που από φέρελπις πιανίστας κατέληξε να παίζει με δεμένα μάτια σε όργια), το χρήμα και ο κυνισμός, χαρίσματα που ακόμη δεν κατέχει ο καλός γιατρός. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει την επόμενη ημέρα του οργίου, πάντα χρησιμοποιώντας την ιατρική του ιδιότητα και λέγοντας ψέματα για να αποσπάσει πληροφορίες, για να ανέλθει στον πρόσφατα ανακαλυφθέντα μικρόκόσμο, αποτυγχάνει παταγωδώς. Η ελίτ είναι κλειστή για άτομα σαν και αυτόν και αρκείται απλά στο να επιζητά τις υπηρεσίες τους, όταν και όποτε τις χρειαστεί. Μετά από την εντόνως υπαινικτική στιχομυθία του με το Ziegler και της έμμεσες απειλές που δέχεται από αυτόν ("you might not sleep so well") αποδέχεται απρόθυμα ότι και αυτός, όπως μια πόρνη ή ο φίλος του ο μουσικός, είναι αναλώσιμος και ασήμαντος - ένα απλό υποχείριο ανώτατων κοινωνικά δυνάμεων.
--Alice Hartford. Φαινομενικά αδύναμη αλλά καλλιεργήμενη νοικοκυρά, πλήρως οικονομικά εξαρτημένη από το σύζυγό της με κύρια έγνοιά της να δείχνει ωραία, κάτι που τονίζεται σκηνοθετικά από τη διαρκή παρουσία των καθρέπτων στις περισσότερες σκηνές της. Η σκηνή της μοναδικής περίπτυξης με το σύζυγό της κορυφώνεται με ένα φευγάτο βλέμμα της προς το θεατή, όπως αποτυπώνεται και στο poster της ταινίας, και καταδεικνύει, ίσως, την αυτοσυνειδησία της για τον ενεργό ρόλο της σε ένα σύστημα όπου η ομορφιά έχει άμεσα εκποιήσιμη χρηματιστηριακή αξία, κάτι που την φέρνει εγγύτερα στην πόρνη Mandy, με την οποία εμφανισιακά (κοκκινομάλλες με έφεση σε διεγερτικές ουσίες και οι δύο) μοιάζει αλλά και ασυνείδητα ταυτίζεται στο ονειρό της ("Ι was being fucked by hundreds of men" - είναι ομολογουμένως εκπληκτικές οι συλλήψεις του Kubrick). Σε αντίθεση με το σύζυγό της που βιώνει μια παθητική πραγματικότητα, αυτή βιώνει απολύτως ενεργές, υπερβατικές φαντασιώσεις. Η προσαρμοστική της ικανότητα και η εξοικείωσή της με τη "σκοτεινή" πλευρά του εαυτού της είναι σαφώς μεγαλύτερη από αυτή του συζύγου της και στο τέλος προβάλλει ως απόλυτη νικήτρια, έτοιμη να καθορίσει τους νέους όρους υπό τους οποίους θα λειτουργήσει από εδώ και στο εξής η σχέση τους.
--Victor Ziegler. O ζάμπλουτος Ziegler (η καλύτερη ερμηνεία της ταινίας από το χαρισματικό ηθοποιό Sidney Pollack) είναι ο εκπρόσωπος του κόσμου με τον οποίο φλερτάρει ο Bill, χωρίς ωστόσο να έχει τα απαραίτητα διαπιστευτήρια να εισέλθει (η δεύτερη σκηνή έξω από την έπαυλη με τον Bill να κοιτάζει αμήχανα έξω από την τεράστια καγκελόπορτα είναι ενδεικτική). Ο Ziegler γρήγορα συνειδητοποιεί τον παρείσακτο εισβολέα (στο όργιο αμέσως τον αναγνωρίζει και του γνέφει, αν και ο Bill φοράει μάσκα) και τον βάζει στη θέση του με απειλές και υπονοούμενα (κορυφαίο σκηνοθετικό επίτευγμα η εικοσάλεπτη τελική σκηνή της στιχομυθίας των -ένα ύψιστο παράδειγμα σκηνοθετικής τόλμης).
Υπάρχουν άπειρα ακόμη στοιχεία διάσπαρτα στην ταινία που προσφέρονται για ενδελεχείς σημειολογικές αναλύσεις (τα χριστουγεννιάτικα δέντρα που είναι παρόντα σ' ολες σχεδόν τις σκηνές της ταινίας, η εμμονή στις λεπτομέρειες των οικονομικών συναλλαγών, η εκπόρνευση όλων των χαρακτήρων με τον ένα ή άλλο τρόπο, η κωδικοποιημένη χρήση του χρώματος κ.α.), ωστόσο δεν πρέπει να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι όλες οι ταινίες του Stanley αφήνουν ανοιχτά θέματα, γόνιμα σε διάλογο και ανεπίδεκτα σε μια ολοκληρωτική και απόλυτη ερμηνεία ώστε ο θεατής να επιστρέφει σε αυτές for more. Το post αυτό θα είναι λοιπόν ένα διαρκές work in progress!
5 σχόλια:
Με κάμποση τόλμη και περισσή αυθάδεια, διατηρώ την εντύπωση πως ο Κιούμπρικ παρακινείται περισσότερο από το κίνητρο κατάδειξης την αναγκαιότητας να εξελιχθούμε συναισθηματικά, έστω στο δυναμικό που μας "πρέπει", παρά στο να κινηθεί μέσα σε αυστηρά ταξικά πλαίσια.
Βέβαια συμφωνώ απολύτως στο διάβασμα των χαρακτήρων που κάνεις (στο σύμπλεγμα που προσπαθεί να καλύψει ο γιατρός αναφέροντας παντού επιβεβαιωτικά την ταυτότητά του, στην συνειδητοποίηση της ανταλλαξιμότητας της συζύγου, για παράδειγμα), νομίζω όμως πως η κατά βάθος προσέγγιση είναι αυτή του πρώτου προσώπου, όπως άλλωστε κάνει σε όλες του τις ταινίες από τον Strangelove κι έπειτα.
Δεν διαφωνώ δηλαδή, εμφαίνω στο σκέλος της ανθρώπινης αδυναμίας να αντιπαρέλθει το εσωτερικό της διάστημα - ή χάος, αν προτιμάς.
Πράγματι, πάντως, αξίζει τον κόπο να αντιληφθεί κανείς τα δεκάδες patterns του έργου που συμβολίζουν εστιαστικά όσα έχουμε πει. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο που τονίζει την χαμένη παιδικότητα, την επαναληπτικότητα του ονειρικού (και άλλα πρόσθεσε...), τα μπλε (του υποσυνειδήτου) με τα κόκκινα (των επιθυμιών), το θανάσιμο θέμα στο πιάνο του Λίγκετι, τον gay θυρωρό στο ξενοδοχείο και άλλα πολλά που ήδη ανέφερες.
Μεγάλο φιλμικό σχολείο αυτό το έργο.
Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον όλη αυτή τη συζήτηση τόσο εδώ όσο και στο blog του Ηλία(χωρίς να έχω αρκετό χρόνο για να συμμετέχω ουσιαστικά δυστυχώς)για το Eyes Wide Shot. Όλες οι σκέψεις και οι απόψεις έχουν πολύ ενδιαφέρον (ακόμα και αυτή του Δανίκα!) Νομίζω ότι καμία άλλη ταινία του '90 δεν έχει προκαλέσει τόσες πολλές και δημιουργικές συζητήσεις. Κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό σε μια εποχή που ο κόσμος "καταναλώνει" όλο και περισσότερα οπτικοακουστικά έργα έχοντας αντιστρόφως ανάλογη διάθεση να μπει σε διαδικασία σκέψης και κρίσης.
Ειδικά λοιπόν αυτό το "διαρκές work in progress μου άρεσε ιδιαίτερα.
Γίνεται το κοντραστ όπλο προοικονομίας; Μόνο αν είσαι ο Κιούμπρικ μάλλον. Το κόκκινο, όπως σωστά αναφέρεις φίλε, εμφανίζεται πάντα σε καίρια σημεία (στην εξομολόγηση της Κίντμαν, στην συνάντηση με τον πιανίστα, στο "βεστιάριο") αλλά ενώνεται με το μπλέ (του υποσυνειδήτου, είπαμε) μονάχα στην σκηνή που ο Κρουζ ανακαλύπτει την μάσκα δίπλα στην κοιμωμένη Κίντμαν (δηλαδή γίνεται μωβ!).
Προσωπικά, πιστεύω ότι ο Κιούμπρικ, έθετε τα δικά του "ταξικά" πλαίσια στους ήρωες του - η ανοησία του ενός τελείωνει εκεί που αρχίζει η ανοησία του άλλου.
Ο Κρουζ πάντως είναι υποδειγματικός Ήρωας Kubrick-style. Του αρέσει, προφανώς, η καλή ζωή, η άνεση, είναι άνθρωπος της λογικής (όπως ΚΑΙ ο Νίκολσον στη Λάμψη - υπάρχει μια ξεκάθαρη, μαρμάρινη λογική στην τρέλα του), είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και ξάφνου, χάνει το έδαφος κάτω απο τα πόδια του.
Είδα το Μέταλ Τζάκετ πρόσφατα και διαβάζοντας τα κείμενα σας έφερα στο νου αυτή την ατάκα που πετάει ο Μάθιου Μοντίν στο τέλος:
"I'm in a world of shit, yes... But I am alive. And I am not afraid."
Τελικά, η Κίντμαν το είπε καλύτερα.
Και με μία λέξη.
>>Ηλία, πράγματι δεν υπάρχει διαφωνία, παρά μόνο διαφορά έμφασης, κάτι αναμενόμενο για ένα τόσο σύνθετο έργο. Εσύ δίνεις προτεραιότητα στην διερεύνηση της ανθρώπινης ατέλειας, όπως πολύ εύστοχα το θέτεις, εγώ στη ταξική δυναμική των κοινωνικών σχέσων που αναπτύσσονται στην ταινία, κάτι που ήταν και το θέμα του Barry Lyndon.
>>Frank, συμφωνώ και επαυξάνω τονίζοντας ότι αυτός είναι και ο πρωταρχικός ρόλος ενός έργου τέχνης, δηλαδή να ενεργοποιεί τη σκέψη και τις αισθήσεις του θεατή, φέρνοντας τον μπροστά σε κάτι γνώριμο και αλλόκοτο ταυτόχρονα.
>>Ακι, Ελπίζω να επανέλθω κάποτε με μερικά επιπλέον σχόλια για τη χρήση του χρώματος και να συμπληρώσω τα όσα ενδιαφέροντα αναφέρεις, καθώς πάνε πάντως πέντε χρόνια από την τελευταία φορά που είδα την ταινία και αρκετές λεπτομέρειες έχουν υποχωρήσει στην μνήμη μου.
Δημοσίευση σχολίου