American Gangster
(American Gangster, Σκην Ridley Scott, 2007)
Το χρονικό της ανόδου και της πτώσης ενός αφροαμερικανού μεγαλέμπορου ναρκωτικών από τα τέλη της δεκαετίας του 60 μέχρι τα μέσα περίπου του 70 είναι το θέμα της τελευταίας ταινίας του ακαταπόνητου επαγγελματία Ridley Scott. Ο Scott πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση σκηνοθέτη που είναι δέσμιος του υλικού που διαθέτει στα χέρια του. Ουδέποτε έχει καταφέρει να υπερβεί τις εγγενείς αδυναμίες ενός μέτριου ή κακού σεναρίου (π.χ. τα τραγικά G.I. Jane, 1492, Hannibal κλπ), αλλά και σπανίως έχει καταστρέψει ένα δυνατό θέμα. Η δυνατότητα του να ελίσσεται σχεδόν σε όλα τα κινηματογραφικά είδη με την απουσία, όμως, μιας αναγνωρίσιμης προβληματικής τον φέρνει πιο κοντά από άποψη καριέρας στον Raoul Walsh ή στον Michael Curtiz, παρά στον Howard Hawks ή στον William Wyler.
Στην ταινία αυτή έχει στα χέρια του ένα αβανταδόρικο θέμα, δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές ικανούς να πλάθουν στέρεους χαρακτήρες ακόμα και μέσα από τις πιο τετριμμένες και ασήμαντες καταστάσεις και ένα σενάριο με πρόσφορες σκηνές για την αποτύπωση τόσο του κλίματος της περιόδου, όσο και για ψηλάφισμα της αναδραστικής σχέσης παρανόμου-συστήματος. Ο Scott αποτυπώνει με παλμό και οπτική ευρηματικότητα τόσο την περίοδο, όσο και τους χώρους όπου κινούνται οι δύο βασικοί ήρωες. Η ιστορία ρέει αβίαστα, οι δύο κεντρικοί ρόλοι δεν στερούνται βάθους και βαρύτητας και η ιστορία δεν χάνει ούτε στιγμή το ενδιαφέρον της. Απουσιάζει, ωστόσο, μια επιπλέον διάσταση στην ταινία πέρα της περιγραφικής. Ο Scott είναι πιο εύστοχος αναφορικά με διάφορα περιφερειακά στοιχεία της ταινίας (όπως το ταξίδι στο Vietnam, η σκηνή στον αγώνα μποξ όπου το καπέλο προδίδει την ταυτότητα του ήρωα, το παράλληλο μοντάζ την ημέρα των ευχαριστιών με τον gangster του τίτλου να γευματίζει λουκούλλεια με την οικογένειά του και τον παρία δίωκτη του να τρώει μόνος ένα σάντουιτς με τόνο κλπ), παρά με τις βασικότερες υπαρξιακές και προσωπικές διαστάσεις του θεματός του. Απουσιάζει μια προσωπική σχέση του σκηνοθέτη με το υλικό του, ανάλογη με αυτή των παρεμφερών ταινιών του Scorsese, που να καταστήσει τον θεατή κοινωνό της πορείας των ηρώων και όχι απλό παρατηρητή. Στη γενικευμένη ψυχρότητα συμβάλλει και η γραφή του σκηνοθέτη που κυριαρχείται από πλάνα διαρκείας μερικών δευτερολέπτων που διαρκώς αποκλείουν την σύγκλιση κινηματογραφικού και πραγματικού χρόνου, εντείνοντας έτσι τη γενικευμένη αίσθηση περί βεβιασμένης εξιστόρησης παρά ενδελεχούς ανάπτυξης. Ως εκ τούτου ενδιαφέροντα στοιχεία που υπήρχαν εν δυνάμει στο υλικό όπως οι σχέσεις αλληλοεξάρτησης παρανομίας και καταστολής εκφέρονται τηλεγραφικά, με αποτέλεσμα η ταινία να απέχει αρκετά από τις καλύτερες ταινίες του είδους που πρεσβεύει.