(Lions for Lambs, Σκην. Robert Redford, 2007)
Η ταινία του Robert Redford εκτυλίσσεται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο σε τρία παράλληλα μέρη. Στο πρώτο τμήμα ένας φιλόδοξος ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής παρουσιάζει σε μια δημοσιογράφο με προοδευτικά υποτίθεται εχέγγυα το καινούργιο στρατηγικό του σχέδιο για την πάταξη της τρομοκρατίας. Στο δεύτερο τμήμα της ταινίας παρουσιάζεται η ταυτόχρονη εκκίνηση του σχεδίου του και οι συνέπειες που έχει αυτό σε δύο εθελοντές στρατιώτες. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η στιχομυθία του καθηγητή των δύο εθελοντών με έναν απογοητευμένο από τις σπουδές του φοιτητή που έχει υιοθετήσει μια κυνική και αδιάφορη στάση απέναντι στα πολιτικά δρώμενα.
Μέσω αυτής της δομής, η ταινία επιδιώκει να αναδείξει πόσο εύκολα το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο, εκμεταλλευόμενο τον καιροσκοπισμό και την διαπλοκή των ΜΜΕ σε συνδυασμό με την περιρρέουσα απάθεια της απολιτικής κοινής γνώμης και τον παροπλισμό, αν όχι συνενοχή, της γενιάς των πάλαι ποτέ αμφισβητιών των 60s, καταφέρνει να υλοποιεί οποιοδήποτε παρανοϊκό σχέδιο σκαρφιστεί για την βραχυπρόθεσμη εξυπηρέτηση των οικονομικών του συμφερόντων και τη μακροπρόθεσμη εδραίωση της ιδεολογικής και πολιτικής του ηγεμονίας. Μήνυμα που σίγουρα δεν συναντάς στη μέση ταινία του Hollywood, ούτε και στις περισσότερες ανεξάρτητες παραγωγές που αποτελούν την άλλη όψη του ιδεολογικού κομφορμισμού.
Ο τρόπος όμως υλοποίησης του εγχειρήματος εγείρει πολλά ερωτηματικά στον λιγότερο ευπειθή θεατή, ο οποίος θεωρητικά αποτελεί και τον κύριο στόχο της ταινίας. Προσπερνάμε το στοιχειώδες του πως ένα γεράκι αποφασίζει να σφυρίξει το σχέδιό του σε μια αντίπαλο ιδεολογικά δημοσιογράφο που ούτε ιδιαίτερη δύναμη έχει, ούτε κάποιο μεγάλο όνομα , εκτός αν αποφάσισε να κάνει μια, άκρως επικίνδυνη για την καριέρα του, επίδειξη ισχύος (το ελληνικό ανάλογο θα ήταν ο Καραμανλής να αποκάλυπτε τα σχέδια του στον Πρετεντέρη σε κατ΄ ιδίαν συνάντηση). Είναι πασιφανές ότι σήμερα ο δημοσιογράφος ως μονάδα είναι εντελώς ασήμαντος, την όποια ισχύ του την αποκτά από το μέσο που εργάζεται και δεδομένη της, υποχρεωτικής για την οικονομική του κερδοφορία, συνεργασίας αυτού με την κεντρική πολιτική εξουσία, είναι κάπως άστοχος ο καταλογισμός ατομικής ευθύνης για ιδεολογικό κομφορμισμό στο γρανάζι αντί του συστήματος. Η παρουσίαση του σχεδίου δεν ξεφεύγει από την ανακύκλωση των γνωστών κοινοτοπιών περί ανάγκης ταχείας εξουδετέρωσης του εχθρού και ουδεμία φορά η δημοσιογράφος κάνει μια ερώτηση ικανή να μην εγείρει μια μη τετριμμένη απάντηση. Τουλάχιστον ο Cruise δίνει την μοναδική ερμηνεία της ταινίας και καταφέρνει, τουλάχιστον, να κάνει απολαυστική αυτήν την ιδεολογική μονομέρεια.
Το δεύτερο μέλος είναι εντελώς πλαδαρό και κακοσκηνοθετημένο. Θυμίζει περισσότερο video-game παρά αναπαράσταση μάχης της οποίας η έκβαση είναι αδιάφορη, καθώς η ταινία δεν κατάφερε να αναπτύξει δραματουργικά τους χαρακτήρες που συμμετέχουν και ως εκ τούτου δεν έχει αναπτυχθεί από την πλευρά του θεατή ουδεμία έννοια για την τύχη τους. Υπάρχει μόνο για να δώσει κάποια βαρύτητα στο ασαφές τρίτο μέρος όπου ουδέποτε γίνεται πιστευτή η αιτία που δύο λαμπρά, υποτίθεται, αστέρια του κολεγίου κατατάσσονται στον Αμερικανικό Στρατό δήθεν για να αποδείξουν εμπράκτως τις δεσμεύσεις τους. Εκτός από το ενδεχόμενο της αιφνίδιας βλακείας (όπως του Ron Kovic ), κανένα άλλος σοβαρός λόγος για την στάση τους δεν παρουσιάζεται, καθώς κυρίως το μέρος αυτό αναλώνεται στην ανούσια στιχομυθία του Redford με έναν χαζοβιόλη φοιτητή του που συμπεριφέρεται σαν να απέδρασε από κάποιο αμερικάνικο σήριαλ τύπου Beverly Hills. Η απάθεια και η απολιτικοποίηση της νέας γενιάς που βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα κουβούκλιο αυνανισμού ειναι ασφαλώς ένα καίριο θέμα, ο τρόπος αντιμετώπισης είναι το λιγότερο αφελής και επιδερμικός.
Ο αείμνηστος Stanley Kubrick προλογίζοντας είχε γράψει με αφορμή το Δεκάλογο του Kieslowski μεταξύ άλλων τα εξής:
....Krzysztof Kieslowski and his co-author, Krzysztof Piesiewicz, it should not be out of place to observe that they have the very rare ability to dramatize their ideas rather than just talking about them. By making their points through the dramatic action of the story they gain the added power of allowing the audience to discover what's really going on rather than being told. They do this with such dazzling skill, you never see the ideas coming and don't realize until much later how profoundly they have reached your heart.
H αποτυχία της ταινίας του Robert Redford έγκειται κυρίως στο ότι ουδέποτε δραματοποιεί τις ιδέες του, ούτε καν καταφέρνει να δώσει μια στοιχειώδη χαρακτηρολογία πέρα από την περσόνα των ηθοποιών του. Όλα πρέπει να τα θεωρήσουμε δεδομένα επειδή ελέχθησαν (π.χ. η εξυπνάδα και το ταλέντο του αυτάρεσκου φοιτητή θεωρείται δεδομένη, αν και τον βλέπουμε να εκτοξεύει κυρίως εξυπνακίστικες σαχλαμάρες), καθώς τίποτα δεν εισχώρησε στη δραματουργία της ταινίας. ¨Ολα είναι τόσο προγραμματικά που εν τέλει καταντούν αναιμικά. Είναι κρίμα που η περισσότερο πολιτική ταινία του Robert Redford αποτελεί συνάμα και το καλλιτεχνικό ναδίρ του.