Συνεχίζουμε το οδοιπορικό της γενιάς του 90 με τους ακόλουθους κυρίους:
David Fincher (b. 1962)
Έχοντας σημαντική προϋπηρεσία στο χώρο των βιντεοκλίπ, ο Fincher πρωτοεμφανίστηκε στη μεγάλου μήκους ταινία με το Alien 3. Αναμενόμενα δεν είχε τον τελικό έλεγχο της ταινίας και την αποκήρυξε, μην αποδεχόμενος τις παρεμβάσεις του studio που διαμόρφωσαν το τελικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, στην διαθέσιμή της μορφή, παραμένει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της σειράς, σαφώς ανώτερο από το μιλιταριστικό παραλήρημα του James Cameron, Aliens. Η κλειστοφοβικη της ατμόσφαιρα είναι άκρως υποβλητική και η στροφή που παίρνει αρκετά τολμηρή. Ο «κακός» δεν είναι πλέον το Alien, ούτε οι εγκληματίες που βρίσκονται έγκλειστοι στον πλανήτη-φυλακή, αλλά η αδηφάγος πολυεθνική που μέσω του εκπροσώπου της θέλει να «αξιοποιήσει» το Alien για συμπαντική επικυριαρχία.
Η κριτική ματιά του Fincher για τα συμπτώματα του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού θα συνεχιστεί με το Game και το Fight Club. Το πρώτο λειτουργεί περισσότερο αποτελεσματικά ως χιτσκοκική άσκηση ύφους πάνω στο παιχνίδι της ταυτότητας, κυρίως επειδή η ανατροπή του φινάλε λειτουργεί υπονομευτικά ως προς την κριτική διάσταση του φιλμ. Το δεύτερο εντυπωσιάζει με την τόλμη του, ωστόσο πέφτει θύμα της υπέρμετρης φιλοδοξίας του αδυνατώντας να χειριστεί ικανοποιητικά όλα τα μέτωπα που έχει ανοίξει.
Μετά το Alien 3, o Fincher έδωσε την πιο ολοκληρωμένη ταινία της καριέρας του. To Se7en είναι ένα υποδειγματικό, όσο και αδυσώπητα απαισιόδοξο θρίλερ, που δημιούργησε σχολή, χωρίς ωστόσο να υπάρξει μέχρι σήμερα κάτι αντάξιό του. Η απηνής εσχατολογικών διάστασεων καταστροφολογία του αποτελεί τρόπον τινά μια κραυγή απελπισίας για την ανθρώπινη κατάσταση στη σύγχρονη κοινωνία. Μια παρόμοια, μεταφυσικού χαρακτήρα, αντίληψη για την έννοια του κακού συναντάμε στην δεύτερη καλύτερη του ταινία, το
Zodiac . Εκεί η έμφαση μετατοπίζεται όχι τόσο στις συνέπειες παρά στη διαδικασία διαλέυκανσης και εξιχνίασης που, όπως και στο Se7en, ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Και τα δύο φιλμ είναι καλλιτεχνικά άψογα, με εξαιρετικές ερμηνείες, υποβλητική ατμόσφαιρα και σχολαστική σκηνοθετική ματιά.
Σε αντίθεση με τα The Game και
Fight Club που δεν στερούνταν ενδιαφέροντος, τα Panic Room και
The Curious Case of Benjamin Button είναι ολικές αποτυχίες. Το πρώτο είναι ένα θρίλλερ της σειράς με βεβιασμένη πλοκή και απλοϊκούς θρησκευτικούς συμβολισμούς, ενώ το δεύτερο είναι ένα πλαδαρό και άνευρο χολυγουντιανό κατασκεύασμα όπου με δυσκολία αναγνωρίζεις την υπογραφή του Fincher.
Ο Fincher είναι από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της γενιάς του. Υπάρχουν αρκετές σταθερές που διαπερνούν το έργο του, από τη μουντή χρωματική παλέτα έως μια μεταφυσική αντίληψη της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Οι ταινίες του μπορεί να μην είναι εξίσου επιτυχημένες, η γραφή του όμως έχει το δικό της δυναμισμό και ιδιαιτερότητα (εξαιρείται το Benjamin Button). Δεν έχει δώσει κατά τη γνώμη μου ακόμη κάποιο αριστούργημα, ίσως γιατί ακόμη και στις καλύτερές του στιγμές, η ματιά του παραμένει υπερβολικά προσκολλημένη στη λεπτομέρεια εις βάρος της γενικότερης εικόνας (το Zodiac είναι αξιοθαύμαστα καλογυρισμένο -Chinatown όμως δεν είναι). Σίγουρα, όμως, το σύνολο του έργου του τον καθιστά από τους σημαντικούς σκηνοθέτες της γενιάς του και η μετέπειτα πορεία του αναμένεται με ενδιαφέρον.
Todd Haynes (b. 1961)
Λιγότερο γνωστός από τους προαναφερθέντες, διαθέτει μια ιδιαίτερη κινηματογραφική ματιά με ισχυρή οπτική αίσθηση. Οι δύο πρώτες του ταινίες, Poison και Safe, ήταν ιδιοσυγκρασιακές δημιουργίες με χαλύβδινη κινηματογραφική γραφή. Μπορεί να θεωρούνται ειδικού ενδιαφέροντος, ωστόσο δύσκολα μπορεί να προσπεράσει κανείς την ειρωνεία της γραφής τους και την σοφά υπολογισμένη σκηνοθεσία τους.
Με το Velvet Goldmine ο Haynes στοχεύει σε ευρύτερο κοινό με ανάμεικτα αποτελέσματα παρόλη την για μια ακόμη φορά ευρηματική σκηνοθεσία. Κάτι λείπει από την συνταγή παρόλο τον επιμελή υπολογισμό. Το μετέπειτα Far From Heaven είναι υπόδειγμα κινηματογραφικής κατασκευής με ενδελεχή φροντίδα σε όλους τους τομείς. Παίρνει άριστα ως σινεφιλική άσκηση, απουσιάζει όμως η, συνυφασμένη με την εποχή, τόλμη του πρωτότυπου του σπουδαίου Douglas Sirk. Γι' αυτή, ο Haynes απέτυχε να βρει κινηματογραφικό ισοδύναμο που να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα ενός remake μια εξαιρετικής ταινίας.
To I'm not there, πήρε πολλά ρίσκα που το καθιστούν ευάλωτο στους χλευασμούς (ωστόσο το ίδιο μπορεί να πει κάποιος και για τον ίδιο τον Dylan). Η αντισυμβατική αυτή βιογραφία είναι σαφώς πιο ενδιαφέρουσα από μια συμβατική εξιστόρηση κάποιων βασικών στιγμών, καθώς αποπειράται να αποτυπώσει την ουσία του Dylan αντί κάποιων μικρογεγονότων της ζωής του. Υπάρχουν αρκετές εμπνευσμένες ποιητικές σκηνές, συνάμα με μια εξαιρετική άνεση στην ανασύνθεση εποχής (όπως είχε φανεί και από τις προηγούμενες ταινίες).
Ο Haynes είναι αναμφίβολα προικισμένος σκηνοθέτης και η κάθε του ταινία αναμένεται με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Απρόβλεπτος, δεν διστάζει να πάρει ρίσκα και δεν αποκλείεται στο μέλλον να εκπλήξει ευχάριστα δίνοντας κάτι πραγματικά αξιομνημόνευτο.
(το σίριαλ συνεχίζεται...)