Cassandra's Dream
(Cassandra's Dream, Σκην Woody Allen, 2007)
Μετά το ανεκδιήγητο Scoop, ο Woody σοβαρεύει ξανά και ξαναβρίσκει την προβληματική του Match Point και του Crimes and Misdemeanors, δίνοντας μια ακόμη παραλλαγή σε ένα από τα σταθερά θεματά του: αυτού της βαρύτητας των ηθικών επιλογών σε έναν κόσμο άνευ υπέρτατης διευθετικής Αρχής. Δεν πρόκειται όμως περί απλής επανάληψης των δύο προηγουμένων ταινιών, αλλά μιας εμπνευσμένης σύνθεσής τους. Ο κυνικός γιατρός Martin Landau του Crimes and Misdemeanors εκπροσωπείται στην ταινία από τον διεφθαρμένο πλαστικό (!) χειρούργο Tom Wilkinson, ο οποίος προκειμένου να σώσει το τομάρι του και να διατηρήσει την ευμάρειά του χρησιμοποιεί σαν φονικό οργανό του τον φτωχό μεν αλλά φιλόδοξο και συνεπαρμένο από τα υλιστικά ιδεώδη (αμάξια, κότερα, πισίνες, γυναίκες-τρόπαια κλπ) Εwan McGregor, ο οποίος με τη σειρά του αποτελεί το alter ego του χαρακτήρα του Jonathan Rhys Meyers από το Match Point. H λανθάνουσα ή καχεκτική συνείδηση των τελευταίων ενσαρκώνεται από έναν τρίτο χαρακτήρα, αυτόν του Colin Farrell, του οποίου οι μοιραίες ενέργειες εκπορεύονται περισσότερο από απελπισία επειδή η τύχη του τον εγκατάλειψε παρά από κάποια υπέρμετρη φιλοδοξία. Είναι ο μοναδικός αυθεντικά τραγικός χαρακτήρας της ταινίας καθώς ωθείται από τις περιστάσεις και τα τερτίπια της μοίρας σε ενέργειες ασύμβατες με την πραγματική φύση του χαρακτήρα του και ως εκ τούτου η τιμωρία του θα προέλθει εκ των έσω από τις μη εξαιρετέες Ερινύες.
Ο Woody Allen στήνει με επιμέλεια τα πιόνια στη σκακιέρα και με μεθοδικότητα διαγράφει το πλάισιο όπου θα διαμορφωθούν τα καίρια ηθικά διλήμματά και οι κρίσιμες αποφάσεις τους. Nιώθει μεγαλύτερη άνεση αυτή τη φορά στην καταγραφή του κοινωνικού περίγυρου των ηρώων, αποφεύγοντας τα διάφορα τουριστικά κλισέ που δέσποζαν στο Match Point, ενώ παράλληλα οι διάλογοι ακούγονται αυθεντικότεροι από τα χείλη των εκλεκτών του ηθοποιών (οι ερμηνείες είναι σαφώς ανώτερες του Match Point). Παράλληλα η κινηματογράφησή του εμπεριέχει αρκετά υπερτονισμένο το στοιχείο της κίνησης, τονίζοντας έτσι την ακατάπαυστη τροχιά της μοίρας και της τύχης (είναι ενδεικτικοί οι δύο πλήρεις κύκλοι που διαγράφει η κάμερα στην κρίσιμη σκηνή της πρότασης κάτω από το δέντρο). Η ασυνήθιστη για τα δεδομένα του Woody δυναμικότητα στην κινηματογράφηση ενισχύεται και από την επιλογή, για πρώτη φορά, ενός πρωτότυπου soundtrack (από τον Philip Glass). Όλα αυτά συμβάλλουν στην έξοχη αποτύπωση της ψυχολογίας των ηρώων και στις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις. Πρόκειται γενικά για μια από τις κινηματογραφικότερες δουλειές του.
Όπως οι περισσότερες καθαρά δραματικές του ταινίες, έτσι και αυτή εδώ κλείνει άκρως απαισιόδοξα. Η εναπομείνασα ηθική συνείδηση αποδεικνύεται κατάρα και οδηγεί στην καταστροφή τα δύο όργανα, αλλά όχι τον ηθικό αυτουργό Τom Wilkinson, ο οποίος, όπως ο Martin Landau, βγαίνει αλώβητος από ολη τη διαδικασία . Η κατάκτηση της ευμάρειας στη σύγχρονη κοινωνία προϋποθέτει γέρες δόσεις αμοραλισμού και σε έναν κόσμο δίχως Θεό το βάρος των ηθικών επιλογών βαραίνει αποκλειστικά το άτομο, ένα βάρος που δύσκολα συμβιβάζεται, παρατηρεί ο Woody, με τις κυρίαρχες επιδιώξεις. Αν έλειπε ο κάπως υπερβολικός ντετερμινισμός στη δραματουργία (όπως και στο Match Point αλλά όχι στο άψογο Crimes and Misdemeanors), η ταινία σίγουρα θα είχε μια θέση ανάμεσα στις δέκα σημαντικότερες αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη.