Reds
H δεύτερη ταινία του Warren Beatty αποτελεί μια πλήρη επιτυχία σε όλα τα επίπεδα και κατά τη γνώμη μου μια από τις καλύτερες στιγμές του Hollywood κατά τα δίσεκτα εκείνα χρόνια των 80s που σηματοδοτούν το καλλιτεχνικό ναδίρ της αμερικάνικης κινηματογραφοβιομηχανίας. Ο Beatty με περισσή ιδεολογική τόλμη, σχολαστική προετοιμασία και καλλιτεχνική ευσυνειδησία επιλέγει να αφηγηθεί τα τελευταία χρόνια του ιδεαλιστή δημοσιογράφου και στρατευμένου ακτιβιστή John Reed, ενός από τους ελάχιστους δυτικούς δημοσιογράφους που παρακολούθησαν από κοντά τη δίνη των πρώτων μερών της Οκτωβριανής Επανάστασης, και την ταραχώδη σχέση του με την δημοσιογράφο Louise Bryant. O σκηνοθέτης δεν περιορίζεται απλά στην εξιστόρηση μιας ερωτικής ιστορίας σε ένα πολιτικά φορτισμένο επικό φόντο όπως στο Dr. Zhivago. Αντιμετωπίζει τους ήρωές του όχι μόνο ως ιστορικά πρόσωπα αλλά και ως φορείς ιδεών και εκφραστές συγκεκριμένων ιδεολογικών τάσεων, οι οποίες θα συνεχίσουν να υπάρχουν, να εξελίσσονται και να επιβιώνουν για πολλά χρόνια μετά την έκλειψη των φορέων τους. Θέλοντας να τονίσει τη διαχρονικότητα των δρωμένων, αλλά και την αναπόφευκτη λυδία λίθο της Ιστορίας στην οποία υποβάλλεται κάθε ιδεολογική πάλη, ο Beatty καταφεύγει στο ευφυέστατο εύρημα των μαρτυριών: Πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα σε προχωρημένη ηλικία που μεταφέρουν ψήγματα των δικών τους βιωμάτων και απόψεων για την εποχή που διαδραματίζεται η ταινία και τους βασικούς πρωταγωνιστές της. Πολλοί από τους ερωτηθέντες είναι επώνυμοι, ωστόσο ουδέποτε κατανομάζονται, αποφεύγοντας έτσι ένα ανισοβαρές αντίκτυπο της εκάστοτε γνώμης στο θεατή. Οι μαρτυρίες είναι σοφά διάσπαρτες στην ταινία και χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα ως σχόλιο πάνω στα δρώμενα αλλά και για ομαλές χωροχρονικές μεταβάσεις.
Η άκρως επιτυχημένη ζεύξη του προσωπικού με το συλλογικό και το πολιτικό επιτυγχάνεται μέσω μιας εξαιρετικής σκιαγράφησης χαρακτήρων. Σπάνια σε μια ταινία υψηλού προϋπολογισμού οι ήρωες προσεγγίζονται τόσο πολυεδρικά, με όλες τους τις αντιθέσεις και τα ελαττώματά τους. Η κριτική προσέγγιση επεκτέινεται και στους χαρακτηριστικούς β' ρόλους εκ των οποίων εύκολα κλέβει την παράσταση ο Jack Nicholson στο ρόλου του Eugene O' Neill. Ο αδυσώπητος ρομαντισμός του τελευταίου τον ώθησε στην υιοθέτηση ενός πικρού σκεπτικισμού στα όρια του κυνισμού για την ιδεολογική σταυροφορία των ηρώων, άποψη που σε κάποιον βαθμό δικαιώθηκε ιστορικά, χωρίς ωστόσο να παύει να αποτελεί μια ανέξοδη στάση. Το γεγονός ότι ο αγνός (;) ιδεαλισμός του ήρωα εκφυλίστηκε από την κομματική γραφειοκρατία δεν μειώνει στο ελάχιστο την σπουδαιότητα και αναγκαιότητα του.
Ο Beatty αφηγηματικά χειρίζεται άψογα του υλικό του αποφεύγοντας τις επικολυρικές εξάρσεις που υπονομεύουν τόσο την αληθοφάνεια των καταστάσεων όσο και την βαθύτερη αλήθεια της ιστορίας, έχοντας ταυτόχρονα συναίσθηση των επικών διάστασεων του θέματος που φροντίζει να αποδώσει μέσω μερικών έξοχων σκηνών (λ.χ. οι σκηνές της εξέγερσης, η πορεία της Louise για την αποφυλάκιση του John). Tα καδραρίσματα και οι σκηνές δωματίου είναι μοναδικές με εικαστικούς χαμηλούς φωτισμούς από τον κορυφαίο Vittorio Storraro και χρήζουν ξεχωριστής μελέτης, ενώ οι χρονικές μεταβάσεις πραγματοποιούνται με λογοτεχνική επιδεξιότητα χωρίς να δημιουργούνται τα περιβόητα "κενά". Η τελική σκηνή με το εξ' αποστάσεως καδράρισμα του νεκρού ήρωα είναι σκηνή ανθολογίας που υπογραμμίζει και το τέλος του ανιδιοτελούς ιδεαλισμού χωρίς ρητορείες και δημαγωγίες. 'Ενας σκηνοθετικός άθλος, μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 80.