The Limits of Control
(The Limits of Control, Σκην. Jim Jarmush, 2009)
Η γνώριμα ελλειπτική και μινιμαλιστική αφήγηση του Jarmush εξωθείται πέρα των ορίων του αφηγηματικού κινηματογράφου στην τελευταία του ταινία. Η πλοκή έχει ως μοναδικό άξονα την πορεία του ήρωα προς την επίτευξη κάποιου απροσδιόριστου στόχου, οι καταστάσεις που συναντάει στο διάβα του επαναλαμβάνονται αλληλοσυμπληρώμενες σάν μέρη μιας μινιμαλιστικής παρτιτούρας, ενώ η χαρακτηρολογία δεν υπερβαίνει την σημειακότητα. Ο Jarmush προκαλεί τον θεατή να τον ακολουθήσει σε αυτό το ταξίδι έχοντας σαν μοναδικό θέλγητρο την ξεχωριστή του δημιουργική ιδιοσυγκρασία και την υφολογική του μοναδικότητα. Είναι, όμως, κάτι τέτοιο αρκετό;
Κάποιος που αναζητεί σε μια ταινία στοιχεία πέραν της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του δημιουργού της όπως την αποκρυστάλλωση κάποιου νοήματος πηγάζοντος από την αλληλουχία «σχέσεων εικόνων» και όχι από μια απλή συνειρμική εκφορά αυτών, θα απογοητευτεί σφόδρα από την ισχνότητα του νοηματικού πυρήνα του υλικού του Jarmush. Το ψήγματα ευρύτερου νοήματος που θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει στην ταινία μπορεί μεν να οδηγούν σε κάποια γενικόλογη ερμηνεία του τύπου «ο αγώνας του καλλιτέχνη έναντι στις σκοτεινές δυνάμεις του διεθνοποιημένου καπιταλισμού που επιβουλεύονται την ελευθερία της έκφρασης του και στοχεύουν στον έλεγχο της ζωής του», όμως κάτι τέτοιο συντελείται ερήμην δραματουργικής συγκρότησης και συνοχής. Η ανυπαρξία δραματουργικού ειρμού οδηγεί στην prêt à porter κυριαρχία των συνειρμών και των αυθαιρέτων γενικεύσεων, σε μια «όλα επιτρέπονται» αφήγηματικότητα όπου το τέλος αποτελεί περισσότερο μια χρονική σύμβαση παρά μια νοηματική ολοκλήρωση.
Εκτός των πλαισίων της ετεροαναφορικότητας (Point Blank του John Boorman και Le Samurai του Jean-Pierre Melville, αμφότερες πληρέστερες ταινίες) και της δημιουργικής αυτοαπορρόφησης, στοιχεία που πολλοί θαυμαστές του σκηνοθέτη είναι πλέον πρόθυμοι να τα αποδεχτούν, η ταινία αδυνατεί να λειτουργήσει. Θυμίζει περισσότερο μια συρραφή συναντήσεων (όπως το Coffee and Cigarettes, μόνο που αυτό ήταν δομημένο αντίστοιχα) και περιηγήσεων σε τοπία που χαρακτηρίζονται από την ανθρώπινη απουσία (όπως όλες οι ταινίες του σκηνοθέτη). Διάσημοι ηθοποιοί έρχονται, κάνουν το σκετσάκι τους, και απέρχονται, σκηνές που υπάρχουν μόνο για να δείχνουν cool (όπως αυτή της γυμνής γυναίκας που κοιμάται δίχως να βγάλει τα πελώρια γουντιαλενικά γυαλιά της -σκηνή που αν υπήρχε σε ταινία του Spielberg ή του Zemeckis ελλέιψει art-house ελαφρυντικών θα είχε προκαλέσει τη θυμηδία), ο ήρωας κάνει διαρκώς ατάραχος tai chi θυμίζοντας τον νεφελώδη μυστικισμό που αρκετές φορές διαπερνά το έργο του Jarmush και πολλά άλλα που φανερώνουν τις παγίδες της ανεξέλεγκτα ιδιοσυγκρασιακής σκηνοθεσίας. Έξοχη μολαταύτα η δουλειά του σπουδαίου φωτογράφου Christopher Doyle.