The Curious Case of Benjamin Button
(The Curious Case of Benjamin Button, Σκην David Fincher, 2008)
H ιστορία ενός ανθρώπου που το σώμα του εξελίσσεται αντίστροφα, ήτοι γεννιέται γερασμένο και σταδιακά γίνεται νεώτερο και ακμαιότερο.
Η ταινία καλύπτει μια μεγάλη περίοδο της αμερικανικής ιστορίας από το 1918 έως τη δεκαετία του ογδόντα κατά αντιστοιχία με άλλες παρόμοιας υφής και νοοτροπίας παραγωγές του à la Hollywood "ποιοτικού" σινεμά. Διακρίνουμε την ίδια επιδερμική έως α-ιστορική καταγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας, όπου το άτομο παραμένει ατάραχο και αμετάλλακτο από το ευρύτερο ιστορικό γίγνεσθαι, με το Forrest Gump. Για παράδειγμα, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί αφορμή για μια αστεία ερωτική ιστορία, ενώ ουδένα τραύμα φέρεται να επιφέρουν στον ψυχισμό του ήρωα οι απώλειες των συντρόφων του, με την σκηνή του θανάτου τους να υπάρχει ωσάν να επιδείξει τις δυνατότητες των ψηφιακών εφέ (καλογυαλισμένα και αποστειρωμένα). O ήρωας, κατά αναλογία με τον περιηγητή προκάτοχό του, διασχίζει αναίμακτα και άνευ εσωτερικών συγκρούσεων και αμφιβολιών την Ιστορία, αφηγείται γεγονότα τα οποία δραματοποιούνται δίχως να βιώνονται, με μια αθροιστική λογική που αντιμετωπίζει το δράμα ως μια παρατακτική συσσώρευση γεγονότων και προκατασκευασμένων καταστάσεων. Απουσιάζει οποιαδήποτε οργανική σύνδεση (η επικυριαρχία της αφήγησης off που φτάνει μέχρι το σημείο να αφηγείται μια σκηνή λίγο προτού αυτή εξελιχθεί στην οθόνη είναι ενδεικτική) των καταστάσεων, μια αίσθηση δράματος ως υπέρβαση της τεχνηέντως καλλιεπούς εικονογραφίας, μια απόσταξη κάποιου νοήματος περά κάποιων τηλεγραφικών προλυκειακού εύρους ρητών του τύπου "η ζωή είναι συνάθροιση σημαδιακών στιγμών". Ακόμα και η (αναιμικότατη και υπερξεχειλωμένη) ερωτική ιστορία που υποτίθεται ότι στηρίζει την αφήγηση αποτελεί απόρροια σεναρικού υπολογισμού, μοίαζοντας περισσότερο με μια ακαδημαϊκού τύπου άσκηση σεναριακής δόμησης παρά με μια αναγκαιότητα υπαρξιακής χροιάς.
Eνδεχομένως μια ισχυρή σκηνοθετική αντίληψη θα μπορούσε να μετασχηματίσει τη ρόδινη κοινοτοπία του σεναριακού ιστού σε κάτι μεγαλύτερο από το άθροισμα των επιμέρους μερών του. Δυστυχώς, ο πάλαι ποτέ ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης David Fincher αναδεικνύεται σε πρωταθλητή του επαγγελματικού ακαδημαϊσμού με την κυριολεκτική έννοια του όρου, καθότι η ταινία αναμένεται να στολιστεί με κάμποσες υποψηφιότητες για Όσκαρ. Είναι το είδος του κινηματογράφου που κατά κόρον προκρίνει η αμερικάνικη ακαδημία του κινηματογράφου: επίπεδη αφηγηματικότητα που εξοβελίζει οποιαδήποτε προσωπικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ταρακουνήσουν μια μεσοβέζικη και συντεχνιακή αντίληψη περί δημιουργίας, προσεκτική λείανση των όποιων εν δυνάμει δραματικών παρεκτροπών, μια υπερθεμάτιση της κατασκευαστικής αρτιότητας και των τρεχουσών δυνατοτήτων των μάγων τεχνικών και σοβαρών επαγγελματιών του χώρου έναντι της καλλιτεχνικής τόλμης και της πρωτοπορίας και όλα αυτά έχοντας ως απαραίτητο φόντο μια θεαματική επίρρωση των βασικών ιδεολογικών πυλώνων της αμερικάνικης κοινωνίας (στην προκειμένη περίπτωση η βουλησιαρχία) αντί της κοινωνικής ανορθοδοξίας. O Fincher αίφνης βρέθηκε στα χνάρια των διάσημων συναδέλφων του Robert Zemeckis και Ron Howard. Είθε μελλοντικά να διαβεί άλλους ατραπούς.